ἀργυρόηλος: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργυρόηλος]], -ον (Α)<br />ο διακοσμημένος με ασημένια καρφιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ήλος]] «[[καρφί]]»].
|mltxt=[[ἀργυρόηλος]], -ον (Α)<br />ο διακοσμημένος με ασημένια καρφιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ήλος]] «[[καρφί]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠρόηλος:''' -ον, αυτός που έχει καρφωθεί με ασημένια καρφιά, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρόηλος Medium diacritics: ἀργυρόηλος Low diacritics: αργυρόηλος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΗΛΟΣ
Transliteration A: argyróēlos Transliteration B: argyroēlos Transliteration C: argyroilos Beta Code: a)rguro/hlos

English (LSJ)

ον,

   A silver-studded, ξίφος Il.2.45; θρόνος Od.7.162, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρόηλος: -ον, ὁ ἀργυροῖς ἥλοις διαπεπαρμένος, ξίφος ἀργρυλόηλον Ἰλ. Β. 45· θρόνος Ὀδ. Η. 162, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni de clous d’argent.
Étymologie: ἄργυρος, ἦλος.

English (Autenrieth)

(ἦλος): ornamented with silver nails or knobs, silver-studded; ξιφος, θρόνος, φάσγανον, Il. 2.45, η 1, Il. 14.405.

Spanish (DGE)

(ἀργῠρόηλος) -ον
tachonado de plata ξίφος Il.2.45, φάσγανος Il.14.405, μαχαίριον Clem.Al.Paed.2.3.37, θρόνος Il.18.389, Od.7.162.

Greek Monolingual

ἀργυρόηλος, -ον (Α)
ο διακοσμημένος με ασημένια καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ήλος «καρφί»].

Greek Monotonic

ἀργῠρόηλος: -ον, αυτός που έχει καρφωθεί με ασημένια καρφιά, σε Όμηρ.