ἀτέλευτος: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτέλευτος]], -ον) [[τελευτή]]<br />αυτός που δεν έχει [[τέλος]], [[ατελεύτητος]], [[αιώνιος]] («[[ἀτέλευτος]] [[ὕπνος]]» — ο [[θάνατος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει τελειώσει, [[ημιτελής]]<br /><b>2.</b> [[άπειρος]], [[αμέτρητος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτέλευτος]], -ον) [[τελευτή]]<br />αυτός που δεν έχει [[τέλος]], [[ατελεύτητος]], [[αιώνιος]] («[[ἀτέλευτος]] [[ὕπνος]]» — ο [[θάνατος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει τελειώσει, [[ημιτελής]]<br /><b>2.</b> [[άπειρος]], [[αμέτρητος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀτέλευτος:''' -ον ([[τελευτή]]), [[ατελεύτητος]], ατελείωτος, [[αιώνιος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A endless, eternal, ὕπνος A.Ag.1451 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 384] (τελευτή), endlos, ewig, ὕπνος Aesch. Ag. 1426.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτέλευτος: -ον, ἀτελεύτητος, αἰώνιος, τὸν ἀεὶ φέρουσ’ ἐν ἡμῖν Μοῖρ’ ἀτελεύτον ὕπνον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1451.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans fin, éternel.
Étymologie: ἀ, τελευτή.
Spanish (DGE)
-ον interminable ὕπνος A.A.1451, cf. Ephr.Syr.3.313E.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτέλευτος, -ον) τελευτή
αυτός που δεν έχει τέλος, ατελεύτητος, αιώνιος («ἀτέλευτος ὕπνος» — ο θάνατος)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει τελειώσει, ημιτελής
2. άπειρος, αμέτρητος.
Greek Monotonic
ἀτέλευτος: -ον (τελευτή), ατελεύτητος, ατελείωτος, αιώνιος, σε Αισχύλ.