ἀρτιπαγής: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτιπαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στερεώθηκε [[πριν]] από λίγο, ο [[μόλις]] τοποθετημένος<br /><b>2.</b> (για [[τυρί]]) αυτό που [[μόλις]] έπηξε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[απαγής]], [[συμπαγής]])].
|mltxt=[[ἀρτιπαγής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στερεώθηκε [[πριν]] από λίγο, ο [[μόλις]] τοποθετημένος<br /><b>2.</b> (για [[τυρί]]) αυτό που [[μόλις]] έπηξε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[απαγής]], [[συμπαγής]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτιπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που τοποθετείται ή κατασκευάζεται, στερεώνεται ακριβώς, σε Θεόκρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει υποστεί [[πήξιμο]] [[πριν]] από λίγο, φρεσκοπηγμένος, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτῐπᾰγής Medium diacritics: ἀρτιπαγής Low diacritics: αρτιπαγής Capitals: ΑΡΤΙΠΑΓΗΣ
Transliteration A: artipagḗs Transliteration B: artipagēs Transliteration C: artipagis Beta Code: a)rtipagh/s

English (LSJ)

ές,

   A just put together or made, στάλικες Theoc.Ep.3; ναῦς AP9.32; σκῆνος Them.Or.4.6ca.    II freshly coagulated, ἁλὶ τυρός AP9.412 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 362] ές, 1) eben befestigt, στάλικες Theocr. ep. 3 (IX, 338); eben zusammengefügt, neugebaut, ναῦς, Ep. ad. 434 (IX, 32). – 2) frisch geronnen, τυρός Long.; ἁλίτυρος Philod. 80 (IX, 412).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιπᾰγής: -ές, ὁ ἄρτι παγείς, στερεωθείς, κατασκευασθεὶς στάλικες Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3· ναῦς Ἀνθ. Π. 9. 32. ΙΙ. ἐπὶ τυροῦ, ὁ ἄρτι πεπηγώς, ὅστις «ἔπηξε» πρὸ ὀλίγου, Λατ. recens coactus, ἁλίτῡρος Ἀνθ. Π. 9. 412.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 nouvellement planté;
2 récemment construit;
3 nouvellement caillé, frais.
Étymologie: ἄρτι, πήγνυμι.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐπᾰγής) -ές
1 recién armado o montado στόλικες de las estacas para montar redes de caza, Theoc.Ep.3, cf. Nonn.D.40.458, σκῆνος Them.Or.4.60a, ναῦς AP 9.32.
2 recién cuajado τυρός AP 9.412 (Phld.), Longus 4.14.1.

Greek Monolingual

ἀρτιπαγής, -ές (Α)
1. αυτός που στερεώθηκε πριν από λίγο, ο μόλις τοποθετημένος
2. (για τυρί) αυτό που μόλις έπηξε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -παγής < πήγνυμι (πρβλ. απαγής, συμπαγής)].

Greek Monotonic

ἀρτιπᾰγής: -ές (πήγνυμι),
I. αυτός που τοποθετείται ή κατασκευάζεται, στερεώνεται ακριβώς, σε Θεόκρ., Ανθ.
II. αυτός που έχει υποστεί πήξιμο πριν από λίγο, φρεσκοπηγμένος, στον ίδ.