ἀρτιφυής: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρτιφυής]], -ές (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που [[τώρα]] [[μόλις]] βλάστησε<br /><b>2.</b> ο [[νεογέννητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για αριθμό) ο [[άρτιος]]. | |mltxt=[[ἀρτιφυής]], -ές (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που [[τώρα]] [[μόλις]] βλάστησε<br /><b>2.</b> ο [[νεογέννητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για αριθμό) ο [[άρτιος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρτιφυής:''' -ές και ἀρτί-φῠτος, -ον, ([[φύομαι]]), αυτός που [[μόλις]] γεννήθηκε, [[νέος]], [[φρέσκος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A just born, ἀ. ἔθανον Epigr.Gr. 334.11 (Ilium), cf. Inscr.Cos343; fresh, κράμβη AP6.21, cf. Dsc.3.15; κύκλος ἰούλων Nonn.D.3.416. II of number, even, Hp.Septim. 9.
German (Pape)
[Seite 362] κράμβη, eben gewachsen, Ep. ad. 176 (VI, 21). – Aber ἀριθμός, gerade Zahl, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui vient de naître, de pousser;
2 en parl. de nombres pair.
Étymologie: ἄρτι, φύω.
Spanish (DGE)
(ἀρτῐφυής) -ές
I 1de pers. que apenas pudo desarrollarse, de tierna edad esp. de hombres jóvenes ἀνήρ IKyme 49.8 (II/I a.C.), ἀ. ἔθανον IIl.176.11 (II d.C.), cf. IC 343.
2 que empieza a despuntar κύκλος ἰούλων Nonn.D.3.416
•esp. de plantas tierno κράμβη AP 6.21, βλάστησις Dsc.1.praef.7, πόα Dsc.3.14, φύλλα Gp.2.6.32, cf. Nonn.D.12.191, Poll.1.231.
II de números par por naturaleza Hp.Oct.1.8.
Greek Monolingual
ἀρτιφυής, -ές (AM)
1. αυτός που τώρα μόλις βλάστησε
2. ο νεογέννητος
αρχ.
(για αριθμό) ο άρτιος.
Greek Monotonic
ἀρτιφυής: -ές και ἀρτί-φῠτος, -ον, (φύομαι), αυτός που μόλις γεννήθηκε, νέος, φρέσκος, σε Ανθ.