αὐτόστονος: Difference between revisions
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐτόστονος]], -ον (Α)<br />αυτός που στενάζει για τα βάσανά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στόνος]] «[[στεναγμός]]» <span style="color: red;"><</span> [[στένω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγάστονος]], [[βαρύστονος]])]. | |mltxt=[[αὐτόστονος]], -ον (Α)<br />αυτός που στενάζει για τα βάσανά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στόνος]] «[[στεναγμός]]» <span style="color: red;"><</span> [[στένω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγάστονος]], [[βαρύστονος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αὐτόστονος:''' -ον ([[στένω]]), αυτός που θρηνεί για ή προς τον εαυτό του, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A lamenting for oneself, γόος A.Th.916 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόστονος: -ον, ὁ στενάζων ἤ θρηνῶν δι’ ἑαυτόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 916.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui gémit sur soi-même.
Étymologie: αὐτός, στένω.
Spanish (DGE)
-ον
que resuena por sí mismo, e.d. no por bocas mercenarias, γόος A.Th.917.
Greek Monolingual
αὐτόστονος, -ον (Α)
αυτός που στενάζει για τα βάσανά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + στόνος «στεναγμός» < στένω (πρβλ. αγάστονος, βαρύστονος)].
Greek Monotonic
αὐτόστονος: -ον (στένω), αυτός που θρηνεί για ή προς τον εαυτό του, σε Αισχύλ.