Ἀσκώλια: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(6) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Ἀσκώλια]], τα (Α)<br />η δεύτερη [[μέρα]] των «εν αγροίς» Διονυσίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ασκώλια</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]], μέσω ενός επιθήματος -<i>ō</i>(<i>lο</i>)-. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία λαμβάνεται ως [[βάση]] τ. <i>άσκωλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-<i>σκωλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αφ' ενός [[σκωλοβατίζω]] «[[βαδίζω]] με ξυλοπόδαρα» αφ' ετέρου <i>αγκωλιάδεν</i> «άλλεσθαι Κρήτες» και <i>αγκωλιάζων</i> «αλλόμενος τω ετέρω ποδί», <b>Ησύχ.</b>) δεν [[είναι]] ικανοποιητική, [[γιατί]] ή [[πρέπει]] η λ. <i>ασκώλια</i> να χωριστεί από το ρ. [[ασκωλιάζω]] ή το <i>ασκώλια</i> να παραχθεί από το [[ασκωλιάζω]] <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]], παρετυμολογικά με υποχωρητικό σχηματισμό. Πιθανότερο [[είναι]] ο τ. [[ασκωλιάζω]] να επηρεάστηκε σημασιολογικά ως [[προς]] την [[έννοια]] «[[πηδώ]] στο ένα [[πόδι]]» από το όμοια φωνητικά <i>αγκωλιάζω</i>. Η λ. <i>ασκώλια</i> χρησιμοποιόταν για να χαρακτηρίσει τη [[γιορτή]] που γινόταν [[προς]] [[τιμή]] του Διονύσου τη δεύτερη [[μέρα]] των «εν αγροίς» Διονυσίων, [[κατά]] την οποία, σύμφωνα με τον Ησύχιο, [[κυρίως]] πηδούσαν [[πάνω]] σε ασκούς με σκοπό να προκαλέσουν το [[γέλιο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασκωλιάζω]], [[ασκωλίζω]]]. | |mltxt=[[Ἀσκώλια]], τα (Α)<br />η δεύτερη [[μέρα]] των «εν αγροίς» Διονυσίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ασκώλια</i> πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]], μέσω ενός επιθήματος -<i>ō</i>(<i>lο</i>)-. Η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία λαμβάνεται ως [[βάση]] τ. <i>άσκωλος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-<i>σκωλος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αφ' ενός [[σκωλοβατίζω]] «[[βαδίζω]] με ξυλοπόδαρα» αφ' ετέρου <i>αγκωλιάδεν</i> «άλλεσθαι Κρήτες» και <i>αγκωλιάζων</i> «αλλόμενος τω ετέρω ποδί», <b>Ησύχ.</b>) δεν [[είναι]] ικανοποιητική, [[γιατί]] ή [[πρέπει]] η λ. <i>ασκώλια</i> να χωριστεί από το ρ. [[ασκωλιάζω]] ή το <i>ασκώλια</i> να παραχθεί από το [[ασκωλιάζω]] <span style="color: red;"><</span> [[ασκός]], παρετυμολογικά με υποχωρητικό σχηματισμό. Πιθανότερο [[είναι]] ο τ. [[ασκωλιάζω]] να επηρεάστηκε σημασιολογικά ως [[προς]] την [[έννοια]] «[[πηδώ]] στο ένα [[πόδι]]» από το όμοια φωνητικά <i>αγκωλιάζω</i>. Η λ. <i>ασκώλια</i> χρησιμοποιόταν για να χαρακτηρίσει τη [[γιορτή]] που γινόταν [[προς]] [[τιμή]] του Διονύσου τη δεύτερη [[μέρα]] των «εν αγροίς» Διονυσίων, [[κατά]] την οποία, σύμφωνα με τον Ησύχιο, [[κυρίως]] πηδούσαν [[πάνω]] σε ασκούς με σκοπό να προκαλέσουν το [[γέλιο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ασκωλιάζω]], [[ασκωλίζω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ἀσκώλια:''' τά ([[ἀσκός]]), δεύτερη [[μέρα]] των αγροτικών Διονυσίων (τα μικρά ή κατ' αγρούς) όπου χόρευαν πάνω σε φουσκωμένα ασκιά, Λατ. "unctos saluere [[per]] utres". | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
τά, second day of the rural Dionysia, Sch.Ar.Pl.1129.
Spanish (DGE)
-ων, τά
Ascolias fiestas de las Dionisias agrarias del Ática, en las que se saltaba a la pata coja sobre odres engrasados, Sch.Ar.Pl.1129.
Greek Monolingual
Ἀσκώλια, τα (Α)
η δεύτερη μέρα των «εν αγροίς» Διονυσίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκώλια πιθ. < ασκός, μέσω ενός επιθήματος -ō(lο)-. Η άποψη κατά την οποία λαμβάνεται ως βάση τ. άσκωλος < αν-σκωλος (πρβλ. αφ' ενός σκωλοβατίζω «βαδίζω με ξυλοπόδαρα» αφ' ετέρου αγκωλιάδεν «άλλεσθαι Κρήτες» και αγκωλιάζων «αλλόμενος τω ετέρω ποδί», Ησύχ.) δεν είναι ικανοποιητική, γιατί ή πρέπει η λ. ασκώλια να χωριστεί από το ρ. ασκωλιάζω ή το ασκώλια να παραχθεί από το ασκωλιάζω < ασκός, παρετυμολογικά με υποχωρητικό σχηματισμό. Πιθανότερο είναι ο τ. ασκωλιάζω να επηρεάστηκε σημασιολογικά ως προς την έννοια «πηδώ στο ένα πόδι» από το όμοια φωνητικά αγκωλιάζω. Η λ. ασκώλια χρησιμοποιόταν για να χαρακτηρίσει τη γιορτή που γινόταν προς τιμή του Διονύσου τη δεύτερη μέρα των «εν αγροίς» Διονυσίων, κατά την οποία, σύμφωνα με τον Ησύχιο, κυρίως πηδούσαν πάνω σε ασκούς με σκοπό να προκαλέσουν το γέλιο.
ΠΑΡ. αρχ. ασκωλιάζω, ασκωλίζω].
Greek Monotonic
Ἀσκώλια: τά (ἀσκός), δεύτερη μέρα των αγροτικών Διονυσίων (τα μικρά ή κατ' αγρούς) όπου χόρευαν πάνω σε φουσκωμένα ασκιά, Λατ. "unctos saluere per utres".