ἀσυνήθεια: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσυνήθεια]], η (Α)<br />[[έλλειψη]] συνήθειας, πείρας ή οικειότητας. | |mltxt=[[ἀσυνήθεια]], η (Α)<br />[[έλλειψη]] συνήθειας, πείρας ή οικειότητας. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσυνήθεια:''' ἡ, [[έλλειψη]] [[πείρας]] σ' ένα [[πράγμα]], με γεν., σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A unfamiliarity, Arist.Metaph.995a2, Thphr.HP9.17.2; ἀ. τοῦ δικολογεῖν inexperience in... Arist.Rh.1368a21, cf. Plb. 15.32.7.
German (Pape)
[Seite 380] ἡ, Ungewohntheit, Arist. rhet. 1, 9; Theophr.; Unbe Kanntschaft (aus Mangel an Umgang), τῶν παρεστώτων Pol. 15, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνήθεια: ἡ, ἔλλειψις συνηθείας ἢ πείρας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικὰ 1 (ἔλαττον), 3, 1, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 17, 2· ἀσ. τοῦ δικολογεῖν, ἔλλειψις πείρας ἐν τῷ..., Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 38, πρβλ. Πολύβ. 15. 32, 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 défaut d’habitude;
2 défaut d’expérience, ignorance de, gén..
Étymologie: ἀσυνήθης.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de costumbre, inexperiencia τὰ παρὰ ταῦτα ... διὰ τὴν ἀσυνήθειαν ἀγνωστότερα Arist.Metaph.995a2, cf. Thphr.HP 9.17.2, Plb.12.4.3, Gal.Consuet.p.16.7, Iambl.Fr.49, c. gen. obj. τοῦ δικολογεῖν Arist.Rh.1368a21, αὐτῆς (ῥητορικῆς) Phld.Rh.2.139Aur., τῶν παρεστώτων Plb.15.32.7.
Greek Monolingual
ἀσυνήθεια, η (Α)
έλλειψη συνήθειας, πείρας ή οικειότητας.
Greek Monotonic
ἀσυνήθεια: ἡ, έλλειψη πείρας σ' ένα πράγμα, με γεν., σε Αριστ.