Ἄτλας: Difference between revisions

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
(SL_1)
(3)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[Ἄτλας]] a [[Titan]]. <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> καὶ μὰν [[κεῖνος]] [[Ἄτλας]] οὐρανῷ προσπαλαίει (P. 4.289)
|sltr=[[Ἄτλας]] a [[Titan]]. <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> καὶ μὰν [[κεῖνος]] [[Ἄτλας]] οὐρανῷ προσπαλαίει (P. 4.289)
}}
{{lsm
|lsmtext='''Ἄτλας:''' -αντος, ὁ, αιτ. επίσης <i>Ἄτλαν</i>, σε Αισχύλ.· (<i>α ευφωνικό</i> και <i>τλάς</i>, βλ. *ταλάω)·<br /><b class="num">I.</b> ο Άτλας, [[ένας]] από τους μεγαλύτερους (και παλαιότερους) θεούς που βαστούσε τους στύλους του ουρανού στους ώμους του, σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]], [[ένας]] από τους Τιτάνες, σε Ησίοδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> στους ιστορ. συγγραφείς, το όρος Άτλας στην Αφρική, που θεωρήθηκε ως οι στύλοι του ουρανού, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 21:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἄτλας Medium diacritics: Ἄτλας Low diacritics: Άτλας Capitals: ΑΤΛΑΣ
Transliteration A: Átlas Transliteration B: Atlas Transliteration C: Atlas Beta Code: *)/atlas

English (LSJ)

αντος, ὁ, acc. also

   A Ἄτλαν A.Pr.428 (lyr.), cf. Sch.: (ἀ-euph., and τλάς, v. Τλάω):—Atlas, Od.1.52: later, one of the Titans, Hes. Th.517, A.Pr.350,428 (lyr.); αἱ δ' ἕπτ' Ἄτλαντος παῖδες Id.Fr.312.    II in hist. writers, Mount Atlas in West Africa, regarded as the pillar of heaven, Hdt.4.184, Str.17.3.2, etc.: pl, D.P.66.    2 the Atlantic Ocean, Id.30.    3 axis of the earth, Hsch.    III Ἄτλαντες, in Architecture, colossal statues as supports for the entablature (cf. τελαμῶνες), Moschioap.Ath.5.208b, Vitr.6.7.6; κείονας ἄτλαντάς τε Epigr.Gr.1072.7.    IV seventh of the neck-vertebrae, which supports the head, Poll.2.132.    V Pythag. name for ten, Theol.Ar.59. [ᾰτλ A.Fr.l.c.]

German (Pape)

[Seite 387] αντος, ὁ, als nom. pr. ein Gott, der die Säulen des Himmels in seiner Obhut hat, Od. 1, 52, vgl. Scholl.; nach Späteren, welche die Stelle der Od. mißverstanden, trägt oder hält er die Säulen; – auch der mit diesem Gott identificirte Berg Atlas in Westafrika; übertr., jeder Träger; bes. in der Baukunst, männliche, Gebälk tragende Bildsäulen, Poll.; Vitruv. 6, 9; am Schiff, Ath. V, 208 a. αντος, nicht duldend, nicht wagend, VLL.

French (Bailly abrégé)

αντος (ὁ) :
I. Atlas, dieu de la théogonie primitive des Grecs, qui soutient les colonnes du ciel;
II. n. géogr.
1 Atlas, mont. d’Afrique identifiée avec le dieu;
2 l’Atlas, affl. de l’Ister.
Étymologie: ἀ- prosth., τλῆναι.

English (Slater)

Ἄτλας a Titan.
   1 καὶ μὰν κεῖνος Ἄτλας οὐρανῷ προσπαλαίει (P. 4.289)

Greek Monotonic

Ἄτλας: -αντος, ὁ, αιτ. επίσης Ἄτλαν, σε Αισχύλ.· (α ευφωνικό και τλάς, βλ. *ταλάω)·
I. ο Άτλας, ένας από τους μεγαλύτερους (και παλαιότερους) θεούς που βαστούσε τους στύλους του ουρανού στους ώμους του, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα, ένας από τους Τιτάνες, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
II. στους ιστορ. συγγραφείς, το όρος Άτλας στην Αφρική, που θεωρήθηκε ως οι στύλοι του ουρανού, σε Ηρόδ.