βαρυδαίμων: Difference between revisions
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρυδαίμων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βαριά]] [[μοίρα]], [[βαριόμοιρος]], [[κακότυχος]]. | |mltxt=[[βαρυδαίμων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[βαριά]] [[μοίρα]], [[βαριόμοιρος]], [[κακότυχος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰρῠδαίμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[βαριόμοιρος]], [[άτυχος]], [[κακότυχος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A pressed by a heavy fate, luckless, πόλις Alc.37 A, cf. E.Alc.865, Ar.Ec. 1102, Cat.Cod.Astr.2.162.30.
German (Pape)
[Seite 433] ονος, mit schwerem Geschick belastet, unglücklich, ψυχή Eur. Alc. 865; Troad. 112; Ar. Eccl. 1102 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠδαίμων: -ον, γεν. -ονος, = βαρυνόμενος ὑπὸ σκληρᾶς μοίρας, κακότυχος, Ἀλκαῖ. 5, Εὐρ. Ἀλκ. 866, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1102.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
dont le sort pèse lourdement, malheureux, infortuné.
Étymologie: βαρύς, δαίμων.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠδαίμων) -ον
• Morfología: [gen. -νος]
1 que tiene pesada suerte, desdichado πόλις Alc.348.2, de pers., E.Alc.865, Ar.Ec.1102, Diotim.SHell.394.3, Eudoc.Cypr.1.172, Aesop.78.1
•subst. ὁ β. infeliz Hld.2.25.4.
2 opresivo ἄρθρων κλίσις E.Tr.112.
Greek Monolingual
βαρυδαίμων, -ον (Α)
αυτός που έχει βαριά μοίρα, βαριόμοιρος, κακότυχος.
Greek Monotonic
βᾰρῠδαίμων: -ον, γεν. -ονος, βαριόμοιρος, άτυχος, κακότυχος, σε Ευρ.