βορός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βορός]], -ά, -όν (Α)<br />ο [[λαίμαργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βορός]] προήλθε πιθ. με [[απόσπαση]] από [[σύνθετα]] σε -<i>βορος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δημοβόρος]], <b>βλ.</b> και λ. [[βορά]])].
|mltxt=[[βορός]], -ά, -όν (Α)<br />ο [[λαίμαργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βορός]] προήλθε πιθ. με [[απόσπαση]] από [[σύνθετα]] σε -<i>βορος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[δημοβόρος]], <b>βλ.</b> και λ. [[βορά]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βορός:''' -ά, -όν (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει, [[αδηφάγος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βορός Medium diacritics: βορός Low diacritics: βορός Capitals: ΒΟΡΟΣ
Transliteration A: borós Transliteration B: boros Transliteration C: voros Beta Code: boro/s

English (LSJ)

(A), ά, όν, (βορά)

   A gluttonous, Ar.Pax 38, Arist.Phgn.810b18: Sup., Mnesith. ap. Orib.21.7.7, Luc.Tim.46. Adv. -ῶς Ath.5.186c.    II inducing appetite, Asclepiad. ap. Eust.1538.30.
βορός (B), οῦ, ὁ (for ϝορός),

   A juice of pressed grapes (Lacon.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 454] gefräßig, Ar. Pax 38; Luc. Tim. 46.

Greek (Liddell-Scott)

βορός: -ά, -όν, (βορὰ) καταβροχθίζων, ἀδηφάγος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 38, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 10. ― Ἐπίρρ. -ῶς Ἀθήν. 186C.

French (Bailly abrégé)

1ά, όν :
vorace, glouton;
Sp. βορώτατος.
Étymologie: R. Βορ, dévorer ; v. βορά.

Spanish (DGE)

v. ὀρός.
-ά, -όν

• Alolema(s): βορρ- v.l. Hsch.
I 1voraz, glotón de anim., del gran escarabajo, Ar.Pax 38, βορωτάτη θηρίων de la ballena, Philostr.VA 2.14
de pers. βορὸς τῶν σιτίων Hp.Int.43, de un parásito, Posidipp.Epigr.16.1, Antip.Sid.3612P., Luc.Tim.46, característica de ciertas anatomías, Arist.Phgn.810b18, Mnesith.Ath.17.21
fig. βορὸν ὕλας ... ὕλαγμα el voraz ladrido de la materia Synes.Hymn.9.108.
2 estimulante del apetito del agua y del insomnio, Hp.Epid.6.4.18, Gal.17(2).190, 191, cf. Asclep. en Eust.1538.30.
II adv. -ῶς vorazmente Ath.186c.
-οῦ, ὁ corneja, Cyran.3.7.1.

Greek Monolingual

βορός, -ά, -όν (Α)
ο λαίμαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορός προήλθε πιθ. με απόσπαση από σύνθετα σε -βορος (πρβλ. δημοβόρος, βλ. και λ. βορά)].

Greek Monotonic

βορός: -ά, -όν (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει, αδηφάγος, σε Αριστοφ.