βησσήεις: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βησσήεις]], -εσσα, -εν (Α) [[βήσσα]]·1. αυτός που ανήκει σε δασωμένο [[φαράγγι]]<br /><b>2.</b> ο όμοιος με [[βήσσα]].
|mltxt=[[βησσήεις]], -εσσα, -εν (Α) [[βήσσα]]·1. αυτός που ανήκει σε δασωμένο [[φαράγγι]]<br /><b>2.</b> ο όμοιος με [[βήσσα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βησσήεις:''' -εσσα, -εν, [[κοιλώδης]], [[φαραγγώδης]], [[δρυμώδης]], σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βησσήεις Medium diacritics: βησσήεις Low diacritics: βησσήεις Capitals: ΒΗΣΣΗΕΙΣ
Transliteration A: bēssḗeis Transliteration B: bēssēeis Transliteration C: vissieis Beta Code: bhssh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A of or like a glen, woody, ἄγκεα, δρία, Hes.Op. 389,530; οὔρεα D.P.1183; νομός Coluth.41.

German (Pape)

[Seite 442] εσσα, εν. schluchtenreich od. waldig, ἄγκεα· Hes. O. 387; δρυμά Tb. 130; οὔρεα Dion. P. 1183; νομός Coluth. 41.

Greek (Liddell-Scott)

βησσήεις: εσσα, εν, κοιλώδης, φαραγγώδης, δρυμώδης, ἄγκεα, δρυμὰ Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 389, 530.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
encaissé comme un vallon.
Étymologie: βῆσσα.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
semejante a una cañada, encajonado ἄγκεα Hes.Op.389, δρία Hes.Op.530, οὔρεα D.P.1183, νομός Colluth.41.

Greek Monolingual

βησσήεις, -εσσα, -εν (Α) βήσσα·1. αυτός που ανήκει σε δασωμένο φαράγγι
2. ο όμοιος με βήσσα.

Greek Monotonic

βησσήεις: -εσσα, -εν, κοιλώδης, φαραγγώδης, δρυμώδης, σε Ησίοδ.