γλάμων: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
(8)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γλάμων]], -ον (Α)<br />ο [[γλαμυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γλάμων]] ([[καθώς]] και οι παράλληλοί του [[γλαμυρός]] και [[γλαμώδης]]) προήλθε από τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «<i>γλάμος</i><br />[[μύξα]]», [[κατά]] τα επίθετα σε -<i>ων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[στράβων]], [[τρήρων]] <b>κ.ά.</b>). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης ετυμολ. Συνδέονται ίσως με λιθ. <i>gl</i><i>ē</i><i>mės</i>, <i>gleimės</i> «[[βλέννα]], [[φλέμα]]», αγγλ. <i>clemmy</i> «[[κολλώδης]]», αλβ. <i>ngl’οme</i> «[[υγρός]]». Το λατ. <i>glamae</i> «[[τσίμπλα]]» [[είναι]] πιθ. [[δάνειο]] από την Ελληνική].
|mltxt=[[γλάμων]], -ον (Α)<br />ο [[γλαμυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[γλάμων]] ([[καθώς]] και οι παράλληλοί του [[γλαμυρός]] και [[γλαμώδης]]) προήλθε από τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> «<i>γλάμος</i><br />[[μύξα]]», [[κατά]] τα επίθετα σε -<i>ων</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[στράβων]], [[τρήρων]] <b>κ.ά.</b>). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης ετυμολ. Συνδέονται ίσως με λιθ. <i>gl</i><i>ē</i><i>mės</i>, <i>gleimės</i> «[[βλέννα]], [[φλέμα]]», αγγλ. <i>clemmy</i> «[[κολλώδης]]», αλβ. <i>ngl’οme</i> «[[υγρός]]». Το λατ. <i>glamae</i> «[[τσίμπλα]]» [[είναι]] πιθ. [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλάμων:''' [ᾰ], -ον, ο «[[τσιμπλιάρης]]», σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλάμων Medium diacritics: γλάμων Low diacritics: γλάμων Capitals: ΓΛΑΜΩΝ
Transliteration A: glámōn Transliteration B: glamōn Transliteration C: glamon Beta Code: gla/mwn

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A = γλᾰμυρός, Ar.Ra.588, Ec.254, Eup.9, Lys.14.25.

Greek (Liddell-Scott)

γλάμων: -ον, = γλᾰμυρός, Ἀριστοφ. Βατρ. 588, Ἐκκλ. 254, Εὔπολ. Αἰξὶ 14, Λυσίας 142. 4.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
chassieux.
Étymologie: DELG t. pop. d’étym. incert.

Spanish (DGE)

-ωνος, ὁ
pitañoso, legañoso epít. despect. de personajes ridiculizados en la comedia, Ar.Ra.588, Ec.254, Eup.9, Lys.14.25.

• Etimología: Quizá rel. lituan. glêmės ‘mucosidad’, alb. ngl’omë ‘húmedo’.

Greek Monolingual

γλάμων, -ον (Α)
ο γλαμυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γλάμων (καθώς και οι παράλληλοί του γλαμυρός και γλαμώδης) προήλθε από τη γλώσσα του Ησύχ. «γλάμος
μύξα», κατά τα επίθετα σε -ων (πρβλ. στράβων, τρήρων κ.ά.). Πρόκειται για τεχνικούς όρους αβέβαιης ετυμολ. Συνδέονται ίσως με λιθ. glēmės, gleimės «βλέννα, φλέμα», αγγλ. clemmy «κολλώδης», αλβ. ngl’οme «υγρός». Το λατ. glamae «τσίμπλα» είναι πιθ. δάνειο από την Ελληνική].

Greek Monotonic

γλάμων: [ᾰ], -ον, ο «τσιμπλιάρης», σε Αριστοφ.