γένεθλον: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γένεθλον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[γενιά]], [[καταγωγή]]<br /><b>2.</b> γόνοι, απόγονοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γενε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>γεν∂</i>-), δισύλλαβη [[μορφή]] της ρίζας <i>γεν</i>- του [[γίγνομαι]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>θλο</i>-, [[παράλληλος]] τ. του [[γενέθλη]]].
|mltxt=[[γένεθλον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[γενιά]], [[καταγωγή]]<br /><b>2.</b> γόνοι, απόγονοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γενε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>γεν∂</i>-), δισύλλαβη [[μορφή]] της ρίζας <i>γεν</i>- του [[γίγνομαι]] <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>θλο</i>-, [[παράλληλος]] τ. του [[γενέθλη]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γένεθλον:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> = [[γενέθλη]], [[γένος]], [[καταγωγή]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> = [[γέννημα]], [[απόγονος]], [[τέκνον]], στον ίδ., σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γένεθλον Medium diacritics: γένεθλον Low diacritics: γένεθλον Capitals: ΓΕΝΕΘΛΟΝ
Transliteration A: génethlon Transliteration B: genethlon Transliteration C: genethlon Beta Code: ge/neqlon

English (LSJ)

τό,

   A = γενέθλη, race, descent, A.Supp.290.    2 offspring, Id.Ag.784 (lyr.), 914, etc.; γ. Οἰταίου πατρός S.Ph.453; τὰ θνητῶν γ. the sons of men, Id.OT1425.

German (Pape)

[Seite 482] τό, Abstammung, Aesch. Suppl. 287; Stamm, Geschlecht, Sprößling, Ἀτρέως, Λήδας, Ag. 758. 888; Soph. O. R. 180, u. sonst bei Tragg.; τὰ θνητῶν γένεθλα, die Menschengeschlechter, Soph. O. R. 1425; Simon. bei Plat. Prot. 346 c; auch sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

γένεθλον: τό, = γενέθλη, γένος, καταγωγή, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 290. 2) = γέννημα, γόνος, ἀπόγονοι, ὁ αὐτ. Ἀγ. 784. 914, κτλ.· γ. Οἰταίου πατρὸς Σοφ. Φ. 453· τὰ θνητῶν γ., «οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων», ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1425.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 descendance;
2 descendant, rejeton : τὰ θνητῶν γένεθλα SOPH les enfants des hommes.
Étymologie: cf. γενέθλη.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 estirpe, linaje γ. σπέρμα τε Ἀργεῖον A.Supp.290.
2 c. gen. vástago, descendiente Ἀτρέως A.A.784, Οἰταίου πατρός S.Ph.453, cf. A.A.914, E.Hipp.62, Andr.1274, Orph.H.57.3, τὰ θνητῶν ... γένεθλα la raza humana S.OT 1425.

Greek Monolingual

γένεθλον, το (Α)
1. γενιά, καταγωγή
2. γόνοι, απόγονοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε- (< γεν∂-), δισύλλαβη μορφή της ρίζας γεν- του γίγνομαι + (επίθημα) -θλο-, παράλληλος τ. του γενέθλη].

Greek Monotonic

γένεθλον: τό,
1. = γενέθλη, γένος, καταγωγή, σε Αισχύλ.
2. = γέννημα, απόγονος, τέκνον, στον ίδ., σε Σοφ.