δεκατάλαντος: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δεκατάλαντος]], -ον (AM)<br />όποιος έχει [[βάρος]] ή [[αξία]] [[δέκα]] ταλάντων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[δεκατάλαντος]] [[δίκη]]» — [[διαδικασία]] [[κατά]] την οποία η [[ζημία]] οριζόταν σε [[δέκα]] τάλαντα. | |mltxt=[[δεκατάλαντος]], -ον (AM)<br />όποιος έχει [[βάρος]] ή [[αξία]] [[δέκα]] ταλάντων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[δεκατάλαντος]] [[δίκη]]» — [[διαδικασία]] [[κατά]] την οποία η [[ζημία]] οριζόταν σε [[δέκα]] τάλαντα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δεκατάλαντος:''' -ον ([[τάλαντον]]), [[ισάξιος]] με [[δέκα]] τάλαντα· [[δίκη]] δεκ., [[διαδικασία]], κατά την οποία οι ζημιές υπολογίζονται στα [[δέκα]] τάλαντα, σε Αισχίν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A weighing or worth ten talents, λίθος Ar.Fr.276; δίκη δ. an action in which the damages were laid at ten talents, Aeschin.2.99.
German (Pape)
[Seite 543] von zehn Talenten, λίθος, zehn Talente schwer, Ar. bei Poll. 9, 53; δεκατάλαντον καταφαγών Men. Poll. 9, 76; δίκη Aesch. 2, 99; δωρεαί Luc. Tim. 12.
Greek (Liddell-Scott)
δεκατάλαντος: -ον, ζυγίζων ἢ ἀξίζων δέκα τάλαντα, λίθος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 264, πρβλ. Μένανδ. Παρακατ. 5· - δίκη δ., διαδικασία, καθ' ἣν ἡ ζημία ὡρίζετο εἰς δέκα τάλαντα, Αἰσχίν. 41. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vaut dix talents, de dix talents.
Étymologie: δέκα, τάλαντον.
Spanish (DGE)
(δεκᾰτάλαντος) -ον
• Prosodia: [-τᾰ-]
1 de diez talentos de peso λίθος Ar.Fr.286, λίθος δ. ὁλκήν Plu.Marc.15, ἄγκυρα Them.in Ph.132.23, βάρος Them.in Ph.207.16
•subst. τὸ δ. peso de diez talentos Poll.9.54.
2 que vale diez talentos δ. δίκη proceso en el que se reclaman diez talentos Aeschin.2.99, δωρεαί Luc.Tim.12, γῄδιον Philostr.VS 615.
Greek Monolingual
δεκατάλαντος, -ον (AM)
όποιος έχει βάρος ή αξία δέκα ταλάντων
αρχ.
φρ. «δεκατάλαντος δίκη» — διαδικασία κατά την οποία η ζημία οριζόταν σε δέκα τάλαντα.
Greek Monotonic
δεκατάλαντος: -ον (τάλαντον), ισάξιος με δέκα τάλαντα· δίκη δεκ., διαδικασία, κατά την οποία οι ζημιές υπολογίζονται στα δέκα τάλαντα, σε Αισχίν.