δίσκουρα: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δίσκουρα]], τα (Α)<br />[[βολή]] δίσκου ως [[μέτρο]] αποστάσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δίσκου [[ούρα]], πληθ. του <i>ούρου</i> «[[διάστημα]], [[απόσταση]]»].
|mltxt=[[δίσκουρα]], τα (Α)<br />[[βολή]] δίσκου ως [[μέτρο]] αποστάσεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δίσκου [[ούρα]], πληθ. του <i>ούρου</i> «[[διάστημα]], [[απόσταση]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίσκουρα:''' τά ([[οὖρος]]), [[βολή]], [[ρίξιμο]] δίσκου, ως μέτρο απόστασης, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίσκουρα Medium diacritics: δίσκουρα Low diacritics: δίσκουρα Capitals: ΔΙΣΚΟΥΡΑ
Transliteration A: dískoura Transliteration B: diskoura Transliteration C: diskoura Beta Code: di/skoura

English (LSJ)

τά, (οὖρος)

   A quoit's cast, as a measure of distance, ἐς δίσκουρα λέλειπτο Il.23.523:—also δισκ-ούρια, Hsch.

German (Pape)

[Seite 643] τά (οὖρον), die Wurfweite des Diskus; Homer einmal, Iliad. 23, 523 ἐς δίσκουρα λέλειπτο, auf Wurfweite war er zurückgeblieben; vgl. vs. 431, wo statt δίσκουρα aufgelös't δίσκου οὖρα steht, s. Scholl. Aristonic. u. Herodian. zu vs. 523 u. Apoll. Lex. Hom. p. 59, 13. Vgl. ἐπίουρα. – Bei Hesych. δισκούρια.

Greek (Liddell-Scott)

δίσκουρα: τά, (οὖρος) δίσκου βολή, ὡς μέτρον ἀποστάσεως, ἐς δίσκουρα λέλειπτο Ἰλ. Ψ. 523· ἀναλυόμενον εἰς τὸ δίσκου οὖρα αὐτόθι 431· πρβλ. οὖρον.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
portée du disque : ἐς δίσκουρα IL à la distance d’un jet de disque.
Étymologie: δίσκος, οὖρον.

Spanish (DGE)

-ων, τά

• Alolema(s): δισκούρια Hsch.
tiro de disco ἐς δ. tanto como un tiro de disco, Il.23.523, cf. Apollon.Lex.986, Hsch.

Greek Monolingual

δίσκουρα, τα (Α)
βολή δίσκου ως μέτρο αποστάσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίσκου ούρα, πληθ. του ούρου «διάστημα, απόσταση»].

Greek Monotonic

δίσκουρα: τά (οὖρος), βολή, ρίξιμο δίσκου, ως μέτρο απόστασης, σε Ομήρ. Ιλ.