Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δίβολος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α -ος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για αγρό) αυτός που διβολίστηκε<br /><b>2.</b> διφορούμενος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διπλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δύο αιχμές<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίβολον</i><br />[[κατά]] τον Ησύχιο «διπλοῡν φᾱρος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]].
|mltxt=-η, -ο (Α -ος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για αγρό) αυτός που διβολίστηκε<br /><b>2.</b> διφορούμενος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διπλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει δύο αιχμές<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίβολον</i><br />[[κατά]] τον Ησύχιο «διπλοῡν φᾱρος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δίβολος:''' -ον ([[δίς]], [[βάλλω]]), αυτός που έχει [[δύο]] αιχμές, σε Ευρ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐβολος Medium diacritics: δίβολος Low diacritics: δίβολος Capitals: ΔΙΒΟΛΟΣ
Transliteration A: díbolos Transliteration B: dibolos Transliteration C: divolos Beta Code: di/bolos

English (LSJ)

ον, (βάλλω)

   A twice-thrown, δ. χλαῖνα a garment doubled and thrown over the shoulders, Poll.7.47, Hsch.    II two-pointed, ἄκων E.Rh.374 (lyr.); περόνα AP6.282 (Theod.); in two pieces, ξύλον SIG2587.307: generally, redoubled, v. διόβολος.    III δίβολον· φᾶρος διπλοῦν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 614] 1) zweimal geworfen; χλαῖνα, ein weites, zweimal um den Leib reichendes Gewand, Poll. 7, 47; Hesych. – 2) zweispitzig; ἄκων Eur. Rhes. 351; περόνη Theodorid. 3 (VI, 282).

Greek (Liddell-Scott)

δίβολος: -ον, (βάλλω) ὁ δὶς ῥιπτόμενος, δ. χλαῖνα, ἐπανωφόριον διπλούμενoν καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων ῥιπτόμενoν, Λατ. duplex paenula, Πολυδ. Ζʹ, 47, Ἡσύχ. ΙΙ. δύο ἔχων αἰχμάς, Εὐρ. Ρήσ. 374, Ἀνθ. Π. 6. 282· καθόλου, διπλοῦς.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à double pointe.
Étymologie: δίς, βάλλω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
1 de doble punta, ἄκων E.Rh.374, ξύλα op. μονόβολα IG 22.1672.307 (IV a.C.), ἄγκυρα ξυλίνη ID 1412a.27, 1417A.1.163 (ambas II a.C.), περόνα AP 6.282 (Theodorus).
2 doble χλαῖναι Poll.7.47, Hsch.
subst. neutr. manto doble Hsch.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α -ος, -ον)
νεοελλ.
1. (για αγρό) αυτός που διβολίστηκε
2. διφορούμενος
αρχ.
1. διπλός
2. αυτός που έχει δύο αιχμές
3. το ουδ. ως ουσ. το δίβολον
κατά τον Ησύχιο «διπλοῡν φᾱρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -βολος < βόλος < βάλλω].

Greek Monotonic

δίβολος: -ον (δίς, βάλλω), αυτός που έχει δύο αιχμές, σε Ευρ., Ανθ.