δυσσύνοπτος: Difference between revisions
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσσύνοπτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[θεωρία]], [[αφήγηση]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να συνοψίσει<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται δύσκολα [[αντιληπτός]] («δυσσυνόπτου τῆς κατὰ τὸν ἀέρα περιστάσεως ὑπαρχούσης», Πολύβ.). | |mltxt=-η, -ο (Α [[δυσσύνοπτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[θεωρία]], [[αφήγηση]] <b>κ.λπ.</b>) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να συνοψίσει<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που γίνεται δύσκολα [[αντιληπτός]] («δυσσυνόπτου τῆς κατὰ τὸν ἀέρα περιστάσεως ὑπαρχούσης», Πολύβ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσσύνοπτος:''' -ον, [[δύσκολος]] ως προς τη [[θέαση]], [[δυσθεώρητος]], σε Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to get a view of, Plb.3.84.2, etc.: metaph., Iamb.VP30.182.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zu übersehen, zu erkennen; ποταμός Pol. 8, 26, 6; vgl. 3, 84, 2; übertr., καὶ δυσθεώρητος Iambl.
Greek (Liddell-Scott)
δυσσύνοπτος: -ον, ὂν δύσκολον εἶνε νὰ θεωρήσῃ τις διὰ μιᾶς, δυσθεώρητος· ἀντίθ. εὐσύνοπτος, Πολύβ. 3. 84, 2, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à voir d’ensemble, difficile à distinguer.
Étymologie: δυσ-, σύνοπτος.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de divisar, poco visible δ. ἡ κατὰ τὸν ἀέρα περίστασις Plb.3.84.2, ποταμός Plb.8.26.6
•de abstr. difícil de captar δυσθεώρητον δ' εἶναι καὶ δυσσύνοπτον τῆς ἀρχῆς φύσιν Iambl.VP 182, τὰ πάθη Gal.19.538.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσσύνοπτος, -ον)
νεοελλ.
(για θεωρία, αφήγηση κ.λπ.) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συνοψίσει
αρχ.
αυτός που γίνεται δύσκολα αντιληπτός («δυσσυνόπτου τῆς κατὰ τὸν ἀέρα περιστάσεως ὑπαρχούσης», Πολύβ.).
Greek Monotonic
δυσσύνοπτος: -ον, δύσκολος ως προς τη θέαση, δυσθεώρητος, σε Πολύβ.