δυσχωρία: Difference between revisions

From LSJ

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσχωρία]], η (Α)<br /><b>1.</b> ανώμαλο [[έδαφος]], [[κακοτοπιά]]<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] χώρου ή θέσης<br /><b>3.</b> [[δυσχέρεια]], [[δυσκολία]].
|mltxt=[[δυσχωρία]], η (Α)<br /><b>1.</b> ανώμαλο [[έδαφος]], [[κακοτοπιά]]<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]] χώρου ή θέσης<br /><b>3.</b> [[δυσχέρεια]], [[δυσκολία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσχωρία:''' ἡ ([[χώρα]]), δύσκολο, τραχύ, ανώμαλο [[έδαφος]], [[κακοτοπιά]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσχωρία Medium diacritics: δυσχωρία Low diacritics: δυσχωρία Capitals: ΔΥΣΧΩΡΙΑ
Transliteration A: dyschōría Transliteration B: dyschōria Transliteration C: dyschoria Beta Code: dusxwri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A rough ground, X.Cyr.1.6.35; τῶν Ἰταλῶν Jul.Or.1.38c: in pl., X. Cyr.1.4.7, Isoc.6.80, Onos.11.3, Gal.UP3.1, etc.    II want of room, Ph.2.563, Ath.4.129c.    III difficulty, Alex.Aphr.Fat.200.23.

German (Pape)

[Seite 691] ἡ, schwierige Beschaffenheit eines Ortes, ungünstiges Terrain; Plat. Menex. 245 e; Xen. Cyr. 1, 4, 7 u. öfter; auch Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

δυσχωρία: ἡ, τόπος δύσκολος, δύσκολον ἔδαφος, «κακοτοπιά»,Ξεν. Κύρ. 1.6,35· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 35,κτλ. ΙΙ. ἔλλειψις τόπου, θέσεως, Ἀθήν. 129C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
difficulté d’un lieu, d’un terrain.
Étymologie: δυσ-, χώρα.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1terreno desfavorable, dificultoso esp. ref. a desfiladeros o zonas abruptas, frec. en cont. bélico ἐν δυσχωρίᾳ op. ἐν ἐρυμνῷ X.Cyr.1.6.35, δυσχωρίας καὶ περικεκλεισμένους ὄρεσι τόπους Onas.11.3, στρατόπεδον ... εἰς δεινὰς δυσχωρίας κατακεκλῃμένον Aeschin.3.87, δ. καὶ στενοπορία ὑπελάμβανεν αὐτούς X.HG 3.5.20, ἐν δυσχωρίᾳ τέ εἰσιν ἀπειλημμένοι καὶ ἀναχώρησις οὐκ ἔσται αὐτοῖς Paus.4.17.6, cf. Isoc.6.80, D.Chr.55.18, τὰς δυσχωρίας διελθεῖν ἀμείνων ἄνθρωπος τοῦ ... Κενταύρου Gal.3.172, cf. X.Cyr.1.4.7, D.Chr.1.52, Aristid.Or.1.23, Philostr.VS 542.
2 lugar insano o desagradable debido a la acumulación de personas, Ph.2.563.
II 1dificultad del terreno ref. a diversos tipos de accidentes naturales ἀνδρῶν ... ἀγαθῶν ... ἐστερήθημεν τῶν ... ἐν Κορίνθῳ χρησαμένων δυσχωρίᾳ Pl.Mx.245e, δυσχρηστούμενοι δὲ διὰ τὰς δυσχωρίας τῶν τόπων Plb.2.6.4, cf. D.S.17.111, ἀφῃροῦντο γὰρ αἱ δυσχωρίαι τὴν δίωξιν Plu.Flam.5, cf. X.An.3.5.16, πολλαὶ δ' εἰσὶ δυσχωρίαι κατὰ τὴν ἐκ Ῥώμης εἰς Καμπανίαν ἄγουσαν ὁδόν D.H.15.4, cf. Hld.2.19.3, τὸ ὄχημα κατά τινα δυσχωρίαν περιτέτραπται Eun.VS 470, αἱ Ἰταλῶν δυσχωρίαι Iul.Or.1.38c, cf. Str.3.4.18, tb. en una ciudad, I.BI 3.330
anfractuosidad ἐγκαταλείπεσθαι ἀναγκαῖον ἐν ταῖς δυσχωρίαις acumularse por fuerza en las anfractuosidades el viento en los seísmos, Arist.Mete.368a5.
2 gener. dificultad, situación difícil διὰ τὴν ἐν τῇ πόλει περὶ τὰς σιταρχία[ς] δυσχωρίαν SB 11371.6 (I a.C.), para cargar con los regalos recibidos, Hippolochus en Ath.129c, ἐν τοῖς λεγομένοις δ. Alex.Aphr.Fat.30, cf. Didym.Gen.234.2.

Greek Monolingual

δυσχωρία, η (Α)
1. ανώμαλο έδαφος, κακοτοπιά
2. έλλειψη χώρου ή θέσης
3. δυσχέρεια, δυσκολία.

Greek Monotonic

δυσχωρία: ἡ (χώρα), δύσκολο, τραχύ, ανώμαλο έδαφος, κακοτοπιά, σε Ξεν.