ἐκπηνίζομαι: Difference between revisions
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκπηνίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλώθω]], [[βγάζω]] [[μακριά]] [[κλωστή]]<br /><b>2.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να βγάλει όσα έφαγε, να κάνει εμετό<br /><b>3.</b> (για συνήγορο) [[αποσπώ]] με τεχνάσματα. | |mltxt=[[ἐκπηνίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κλώθω]], [[βγάζω]] [[μακριά]] [[κλωστή]]<br /><b>2.</b> [[αναγκάζω]] κάποιον να βγάλει όσα έφαγε, να κάνει εμετό<br /><b>3.</b> (για συνήγορο) [[αποσπώ]] με τεχνάσματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκπηνίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>· [[γνέθω]], [[πλέκω]], [[κλώθω]]· μεταφ. λέγεται για συνήγορο, [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]], θα τα αφαιρέσει, θα τα απομακρύνει από αυτόν μέσω τεχνασμάτων, μέσω στρεψοδικίας, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -ιοῦμαι,
A spin a long thread, [οἱ ἀράχναι] φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐ. Arist.Pr.947b2 : metaph., of an advocate, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα will wind these things out of him, Ar.Ra. 578.
German (Pape)
[Seite 772] dep. med., herausraspeln, Ar. Ran. 578 αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, durch Advocatenkniffe das Vermögen abzwacken.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπηνίζομαι: μέλλ. -ιοῦμαι, κλώθω, ἐξάγω πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) ταῦτα παρ᾿ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 578.
French (Bailly abrégé)
dévider, défiler.
Étymologie: ἐκ, πηνίζομαι.
Spanish (DGE)
devanar, desenrollar el hilo (οἱ ἀράχναι) φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐκπηνίζονται Arist.Pr.947b2, cf. Paus.Gr.ε 26
•fig. ἐκπηνιεῖται ταῦτα desembrollará todo esto dicho de Cleón, Ar.Ra.578.
Greek Monolingual
ἐκπηνίζομαι (Α)
1. κλώθω, βγάζω μακριά κλωστή
2. αναγκάζω κάποιον να βγάλει όσα έφαγε, να κάνει εμετό
3. (για συνήγορο) αποσπώ με τεχνάσματα.
Greek Monotonic
ἐκπηνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι· γνέθω, πλέκω, κλώθω· μεταφ. λέγεται για συνήγορο, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, θα τα αφαιρέσει, θα τα απομακρύνει από αυτόν μέσω τεχνασμάτων, μέσω στρεψοδικίας, σε Αριστοφ.