ἑκηβολία: Difference between revisions
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑκηβολία]], η (Α)<br />η [[τέχνη]] ή [[ικανότητα]] να ρίχνει εύστοχα [[κανείς]] ([[τόξο]] <b>κ.λπ.</b>) από [[μακριά]]. | |mltxt=[[ἑκηβολία]], η (Α)<br />η [[τέχνη]] ή [[ικανότητα]] να ρίχνει εύστοχα [[κανείς]] ([[τόξο]] <b>κ.λπ.</b>) από [[μακριά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑκηβολία:''' ἡ, η [[ικανότητα]], η [[τέχνη]] της τοξευτικής, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
Ep. ἑκηβολίη, ἡ,
A skill in archery, Il.5.54 (pl.) : later in sg., Call. Ap.99,Str.8.3.33, AP6.26 (Jul.).
German (Pape)
[Seite 759] ἡ, die Kunst, weit zu schießen u. zu treffen, Il. 5, 54, im plur., u. Sp., wie Strab. VIII, 357 u. Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκηβολία: ἡ, τὸ ἑκηβολεῖν, οὐδὲ ἑκηβολίαι Ἰλ. Ε. 54, Ἀνθ. Π. 6. 26· «ἑκηβολίαι· προέσεις τῶν βελῶν, μακροβολίαι» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
l’art de lancer de loin ou au loin.
Étymologie: ἑκηβόλος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Call.Ap.99, Nonn.D.29.81
disparo desde lejos o disparo certero con el arco Il.5.54, ἑ. ... χρυσέων τόξων Call.l.c., αἱ ... ξυναὶ ... ἑκαβολίαι Call.Lau.Pall.112, σκολιαὶ ... ἑκηβολίαι AP 7.29 (Antip.Sid.), cf. Str.8.3.33, (θεός) ταῖς ἑκηβολίαις ἀπολεῖ τοὺς δυσμενεῖς Ph.2.127, ἴαλλε σφῇσιν ἑκηβολίῃσιν Q.S.11.442, φονίη ἑ. Nonn.l.c., cf. D.37.746, Sopat.Rh.ad Hermog.4.p.765, AP 6.26 (Iul.Aegypt.), 6.75 (Paul.Sil.), δολιχὴ ... ἑ. AP 16.173 (Iul.Aegypt.).
Greek Monolingual
ἑκηβολία, η (Α)
η τέχνη ή ικανότητα να ρίχνει εύστοχα κανείς (τόξο κ.λπ.) από μακριά.
Greek Monotonic
ἑκηβολία: ἡ, η ικανότητα, η τέχνη της τοξευτικής, σε Ομήρ. Ιλ.