ἐναλήθης: Difference between revisions
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[άληθες]] (AM [[ἐναλήθης]], -[[άληθες]])<br />Ι. [[αληθοφανής]], [[πιθανός]]. | |mltxt=-[[άληθες]] (AM [[ἐναλήθης]], -[[άληθες]])<br />Ι. [[αληθοφανής]], [[πιθανός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐνᾰλήθης:''' -ες, αυτός που βρίσκεται σε [[συμφωνία]] με την [[αλήθεια]]· επίρρ., <i>-θως</i>, [[πιθανώς]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ες,
A accordant with truth, Longin.15.8. Adv. -θως probably, Luc.VH1.2.
German (Pape)
[Seite 826] ες, in Wahrheit, wahr, Longin. 15, 8. – Adv. ἐναλήθως, wahrscheinlich, Luc. V. H. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰλήθης: -ες, σύμφωνος πρὸς τὴν ἀλήθειαν, τὸ ἔμπρακτον καὶ ἐνάληθες Λογγῖνος π. Ὕψ. 15. 8. - Ἐπίρρ. -θως, πιθανῶς, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 2.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
vraisemblable, vrai.
Étymologie: ἐν, ἀληθής.
Spanish (DGE)
-ες
1 verosímil λόγος D.H.Imit.5.1
•subst. τὸ ἐνάληθες verosimilitud Longin.15.8.
2 adv. -ως verosímilmente Luc.VH 1.2
•en verdad Sch.Clem.Al.Paed.91.23.
Greek Monolingual
-άληθες (AM ἐναλήθης, -άληθες)
Ι. αληθοφανής, πιθανός.
Greek Monotonic
ἐνᾰλήθης: -ες, αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με την αλήθεια· επίρρ., -θως, πιθανώς, σε Λουκ.