ἔντριχος: Difference between revisions
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
(12) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔντριχος]], -ον (AM)<br />ο [[γεμάτος]] [[τρίχες]], [[δασύτριχος]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[πάνω]] τις [[τρίχες]] του («ἔντριχον [[δέρμα]]», Τζέτζ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἔντριχον, ἀσθενές»<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔντριχον</i><br />[[περούκα]], [[φενάκη]], προσθετή [[κόμη]]. | |mltxt=[[ἔντριχος]], -ον (AM)<br />ο [[γεμάτος]] [[τρίχες]], [[δασύτριχος]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει [[πάνω]] τις [[τρίχες]] του («ἔντριχον [[δέρμα]]», Τζέτζ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἔντριχον, ἀσθενές»<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔντριχον</i><br />[[περούκα]], [[φενάκη]], προσθετή [[κόμη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔντρῐχος:''' -ον ([[θρίξ]]), [[μαλλιαρός]], [[τριχωτός]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hairy, AP14.62, Sm.Ps.67(68).22; with the hair on, δέρμα Tz.ad Lyc.634. II Subst., τὸ ἔ. wig. Poll.2.30. III ἔντριχον· ἀσθενές, Hsch.
German (Pape)
[Seite 858] mit Haaren versehen, Aenigm. 23 (XIV, 62); – τὸ ἔντριχον, nach VLL. eine Art Perücke, falsches Haar, bei Poll. 2, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντρῐχος: -ον, πλήρης τριχῶν, «μαλλιαρός», Ἀνθ. Π. 14. 62· μετὰ τῶν τριχῶν, δέρμα Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 634. ΙΙ. τὸ ἔντριχον, προκόμιον προσθετόν, φενάκη, «περοῦκα», Πολυδ. Β΄, 30.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
chevelu.
Étymologie: ἐν, θρίξ.
Spanish (DGE)
(ἔντρῐχος) -ον
1 cubierto de pelo, que tiene pelo λίην ἔ. εἰμι habla una pelota AP 14.62, κορυφή de pers., Sm.Ps.67.22, Eus.M.23.705C, χιτὼν σκύτινος ἔ. Poll.7.70, τὰ ὄστρακα ... χρίσας πηλῷ ἐντρίχῳ habiendo embadurnado las cáscaras con barro envuelto en pelo para hacer cristal, Anon.Alch.349.3
•neutr. subst. τὸ ἔ. peluca Paus.Gr.π 21, Poll.2.30, Phot.s.u. πηνήκη, Sud.s.u. πηνίκη, Apostol.14.29.
2 ἔντριχον· ἀσθενές Hsch. (prob. corrupto).
Greek Monolingual
ἔντριχος, -ον (AM)
ο γεμάτος τρίχες, δασύτριχος, μαλλιαρός
μσν.
αυτός που έχει πάνω τις τρίχες του («ἔντριχον δέρμα», Τζέτζ.)
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἔντριχον, ἀσθενές»
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριχον
περούκα, φενάκη, προσθετή κόμη.