ἐξερεύγομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(12)
(4)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐξερεύγομαι]]) [[ερεύγομαι]]<br />[[βγάζω]] ορμητικά, [[ξερνώ]] («ἐξηρεύξατο ὁ ποταμὸς [[πλῆθος]] βατράχων», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br />ρουφῶ<br />(«κἄν ὅλας θαλάττας ἐξερεύξωμαι, οὐ κατασβέσω τὴν [[φλόγα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για όγκο) [[ανοίγω]]<br /><b>2.</b> (για ποταμό) [[εκβάλλω]]<br /><b>3.</b> (για [[φλέβα]]) [[αδειάζω]].
|mltxt=(AM [[ἐξερεύγομαι]]) [[ερεύγομαι]]<br />[[βγάζω]] ορμητικά, [[ξερνώ]] («ἐξηρεύξατο ὁ ποταμὸς [[πλῆθος]] βατράχων», ΠΔ)<br /><b>μσν.</b><br />ρουφῶ<br />(«κἄν ὅλας θαλάττας ἐξερεύξωμαι, οὐ κατασβέσω τὴν [[φλόγα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για όγκο) [[ανοίγω]]<br /><b>2.</b> (για ποταμό) [[εκβάλλω]]<br /><b>3.</b> (για [[φλέβα]]) [[αδειάζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξερεύγομαι:''' Παθ., λέγεται για ποτάμια, [[εκβάλλω]], χύνομαι, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξερεύγομαι Medium diacritics: ἐξερεύγομαι Low diacritics: εξερεύγομαι Capitals: ΕΞΕΡΕΥΓΟΜΑΙ
Transliteration A: exereúgomai Transliteration B: exereugomai Transliteration C: eksereygomai Beta Code: e)cereu/gomai

English (LSJ)

   A vomit forth, πλῆθος βατράχων LXXWi.19.10, al.; ἀφρόν, of honey when boiled, Gal.6.273: metaph., λόγον ἀγαθόν LXXPs.44(45).1.    II of a tumour, break out, Hp.Prorrh.1.168.    III Med. or Pass., of rivers, empty themselves, Hdt.1.202, Arist.HA603a14, D.H.1.9, etc.; of veins, discharge, Hp.Oss.14. (Cf. ἐξερυγγάνω.)

Greek Monolingual

(AM ἐξερεύγομαι) ερεύγομαι
βγάζω ορμητικά, ξερνώ («ἐξηρεύξατο ὁ ποταμὸς πλῆθος βατράχων», ΠΔ)
μσν.
ρουφῶ
(«κἄν ὅλας θαλάττας ἐξερεύξωμαι, οὐ κατασβέσω τὴν φλόγα»)
αρχ.
1. (για όγκο) ανοίγω
2. (για ποταμό) εκβάλλω
3. (για φλέβα) αδειάζω.

Greek Monotonic

ἐξερεύγομαι: Παθ., λέγεται για ποτάμια, εκβάλλω, χύνομαι, σε Ηρόδ.