ἐπίλειψις: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίλειψις]], ἡ (Α) [[επιλείπω]]<br />[[έλλειψη]], [[εξαφάνιση]] («ὀρνίθων [[ἐπίλειψις]] ἐγένετο» — χάθηκαν τα πουλιά που τρώγουν πτώματα, <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=[[ἐπίλειψις]], ἡ (Α) [[επιλείπω]]<br />[[έλλειψη]], [[εξαφάνιση]] («ὀρνίθων [[ἐπίλειψις]] ἐγένετο» — χάθηκαν τα πουλιά που τρώγουν πτώματα, <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίλειψις:''' -εως, ἡ, [[ανεπάρκεια]], [[έλλειψη]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίλειψις Medium diacritics: ἐπίλειψις Low diacritics: επίλειψις Capitals: ΕΠΙΛΕΙΨΙΣ
Transliteration A: epíleipsis Transliteration B: epileipsis Transliteration C: epileipsis Beta Code: e)pi/leiyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A deficiency, lack, ὀρνίθων Th.2.50; τῆς δυνάμεως Plu.2.695d; τελῶν CIG2695b (Mylasa).

German (Pape)

[Seite 957] ἡ, Mangel, Ausbleiben, ὀρνίθων Thuc. 2, 50; τῆς δυνάμεως Plut. Symp. 6, 8, 6.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
manque, défaut de.
Étymologie: ἐπιλείπω.

Greek Monolingual

ἐπίλειψις, ἡ (Α) επιλείπω
έλλειψη, εξαφάνιση («ὀρνίθων ἐπίλειψις ἐγένετο» — χάθηκαν τα πουλιά που τρώγουν πτώματα, Θουκ.).

Greek Monotonic

ἐπίλειψις: -εως, ἡ, ανεπάρκεια, έλλειψη, σε Θουκ.