ἐπίλειψις: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίλειψις]], ἡ (Α) [[επιλείπω]]<br />[[έλλειψη]], [[εξαφάνιση]] («ὀρνίθων [[ἐπίλειψις]] ἐγένετο» — χάθηκαν τα πουλιά που τρώγουν πτώματα, <b>Θουκ.</b>). | |mltxt=[[ἐπίλειψις]], ἡ (Α) [[επιλείπω]]<br />[[έλλειψη]], [[εξαφάνιση]] («ὀρνίθων [[ἐπίλειψις]] ἐγένετο» — χάθηκαν τα πουλιά που τρώγουν πτώματα, <b>Θουκ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίλειψις:''' -εως, ἡ, [[ανεπάρκεια]], [[έλλειψη]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A deficiency, lack, ὀρνίθων Th.2.50; τῆς δυνάμεως Plu.2.695d; τελῶν CIG2695b (Mylasa).
German (Pape)
[Seite 957] ἡ, Mangel, Ausbleiben, ὀρνίθων Thuc. 2, 50; τῆς δυνάμεως Plut. Symp. 6, 8, 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
manque, défaut de.
Étymologie: ἐπιλείπω.
Greek Monolingual
ἐπίλειψις, ἡ (Α) επιλείπω
έλλειψη, εξαφάνιση («ὀρνίθων ἐπίλειψις ἐγένετο» — χάθηκαν τα πουλιά που τρώγουν πτώματα, Θουκ.).
Greek Monotonic
ἐπίλειψις: -εως, ἡ, ανεπάρκεια, έλλειψη, σε Θουκ.