ἐπικαταψεύδομαι: Difference between revisions
From LSJ
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπικαταψεύδομαι]] (Α) [[καταψεύδομαι]]<br /><b>1.</b> λέω κι άλλα ψέματα, [[ψεύδομαι]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[κατηγορώ]] [[ψευδώς]]<br /><b>3.</b> [[εμφανίζω]] πλαστά, ψεύτικα. | |mltxt=[[ἐπικαταψεύδομαι]] (Α) [[καταψεύδομαι]]<br /><b>1.</b> λέω κι άλλα ψέματα, [[ψεύδομαι]] επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> [[κατηγορώ]] [[ψευδώς]]<br /><b>3.</b> [[εμφανίζω]] πλαστά, ψεύτικα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικαταψεύδομαι:''' αποθ., [[ψεύδομαι]] πέρα για πέρα, ασύστολα, σε Ηρόδ., Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A tell lies besides, Hdt.3.63, Th.8.74, D.H. 3.2. II. accuse falsely, J.AJ17.5.5. 2. ἐ. θηλύτητα τῆς ὄψεως give a false appearance of femininity, ib.19.1.5.
German (Pape)
[Seite 947] noch dazu lügen (zu Jemandes Nachtheil), Her. 3, 63 Thuc. 8, 74 D. Hal. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
nuire encore à qqn par des mensonges.
Étymologie: ἐπί, καταψεύδομαι.
Greek Monolingual
ἐπικαταψεύδομαι (Α) καταψεύδομαι
1. λέω κι άλλα ψέματα, ψεύδομαι επί πλέον
2. κατηγορώ ψευδώς
3. εμφανίζω πλαστά, ψεύτικα.
Greek Monotonic
ἐπικαταψεύδομαι: αποθ., ψεύδομαι πέρα για πέρα, ασύστολα, σε Ηρόδ., Θουκ.