εὔαγρος: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔαγρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[τυχερός]] στο [[κυνήγι]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει καλό [[κυνήγι]], καλή [[άγρα]]<br /><b>3.</b> επίθ. του Πανός<br /><b>4.</b> επίθ. του Άρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αγρός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φίλ</i>-<i>αγρος</i>, <i>βό</i>-<i>αγρος</i>].
|mltxt=[[εὔαγρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[τυχερός]] στο [[κυνήγι]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει καλό [[κυνήγι]], καλή [[άγρα]]<br /><b>3.</b> επίθ. του Πανός<br /><b>4.</b> επίθ. του Άρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αγρός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φίλ</i>-<i>αγρος</i>, <i>βό</i>-<i>αγρος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔαγρος:''' -ον ([[ἄγρα]]), [[τυχερός]] στο [[κυνήγι]], επιτυχημένος σε αυτό, σε Σοφ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔαγρος Medium diacritics: εὔαγρος Low diacritics: εύαγρος Capitals: ΕΥΑΓΡΟΣ
Transliteration A: eúagros Transliteration B: euagros Transliteration C: eyagros Beta Code: eu)/agros

English (LSJ)

ον, (ἄγρα)

   A lucky in the chase, S.OC1088 (lyr.), AP6.34 (Rhian.); affording good sport, ib.9.555 (Crin.); epith. of Pan, Sammelb.4031, 4053; of Ares, BMus.Inscr.1064 (Egypt).

German (Pape)

[Seite 1055] glücklich auf der Jagd, beim Fangen, τὸν εὔαγρον τελειῶσαι λόχον Soph. O. C. 1090; πέμπειν τινὰ εὔαγρον Rhian. 8 (VI, 34), u. öfter in Anth.

Greek (Liddell-Scott)

εὔαγρος: ον. (ἄγρα) εὐτυχὴς ἐν τῇ ἄγρᾳ, ἐπιτυχής, τὸν εὔαγρον τελειῶσαι λόχον Σοφ. Ο. Κ. 1089, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 34· παρέχων καλὴν ἄγραν, αὐτόθι 9. 555.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait une bonne chasse, une bonne pêche.
Étymologie: εὖ, ἄγρα.

Greek Monolingual

εὔαγρος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι τυχερός στο κυνήγι
2. αυτός που παρέχει καλό κυνήγι, καλή άγρα
3. επίθ. του Πανός
4. επίθ. του Άρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγρος (< αγρός), πρβλ. φίλ-αγρος, βό-αγρος].

Greek Monotonic

εὔαγρος: -ον (ἄγρα), τυχερός στο κυνήγι, επιτυχημένος σε αυτό, σε Σοφ., Ανθ.