εὔσχιστος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔσχιστος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> ευκολόσχιστος<br /><b>2.</b> (για τον κάλαμο της γραφίδας) αυτός που [[είναι]] καλά σχισμένος στο οξύ [[άκρο]], καλοσχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[σχιστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σχίζω]])]. | |mltxt=[[εὔσχιστος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>1.</b> ευκολόσχιστος<br /><b>2.</b> (για τον κάλαμο της γραφίδας) αυτός που [[είναι]] καλά σχισμένος στο οξύ [[άκρο]], καλοσχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[σχιστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[σχίζω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔσχιστος:''' -ον, αυτός που διαιρείται εύκολα, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easy to split, Thphr.HP5.6.3, Dsc.5.127. 2 well-split, of a pen, AP6.227 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1101] poet. auch ἐΰσχιστος, wohl gespalten, leicht zu spalten, Theophr.; ῥοιή Crinag. 6 (VI, 232); κέρατα id. (VI, 227).
Greek (Liddell-Scott)
εὔσχιστος: -ον, εὐκόλως σχιζόμενος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6. 3, Ἀνθ. Π. 6. 227.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien fendu ; facile à fendre.
Étymologie: εὖ, σχίζω.
Greek Monolingual
εὔσχιστος, -ον (ΑΜ)
1. ευκολόσχιστος
2. (για τον κάλαμο της γραφίδας) αυτός που είναι καλά σχισμένος στο οξύ άκρο, καλοσχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιστός (< σχίζω)].
Greek Monotonic
εὔσχιστος: -ον, αυτός που διαιρείται εύκολα, σε Ανθ.