εὔπλωτος: Difference between revisions

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔπλωτος]], -ον (Α)<br />[[ευνοϊκός]] για τον πλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[πλώω]] «[[επιπλέω]]»].
|mltxt=[[εὔπλωτος]], -ον (Α)<br />[[ευνοϊκός]] για τον πλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[πλώω]] «[[επιπλέω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔπλωτος:''' -ον, [[ευνοϊκός]], [[αίσιος]], λέγεται για θαλασσινό [[ταξίδι]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπλωτος Medium diacritics: εὔπλωτος Low diacritics: εύπλωτος Capitals: ΕΥΠΛΩΤΟΣ
Transliteration A: eúplōtos Transliteration B: euplōtos Transliteration C: eyplotos Beta Code: eu)/plwtos

English (LSJ)

ον,

   A favourable to sailing, κῦμα AP10.25 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1089] gut zu beschissen, κῦμα, Antp. Th. 18 IX, 251.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπλωτος: -ον, εὐνοϊκὸς πρὸς πλοῦν, κῦμα Ἀνθ. Π. 10. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre à une bonne navigation.
Étymologie: εὖ, πλέω.

Greek Monolingual

εὔπλωτος, -ον (Α)
ευνοϊκός για τον πλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλωτός < πλώω «επιπλέω»].

Greek Monotonic

εὔπλωτος: -ον, ευνοϊκός, αίσιος, λέγεται για θαλασσινό ταξίδι, σε Ανθ.