εὐπρόσιτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγὼν πρόφασιν οὐκ ἐπιδέχεται οὐδὲ φιλία → no excuse is allowed by a contest or by a friendship

Source
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπρόσιτος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για τόπους) αυτός που γίνεται εύκολα [[προσιτός]], αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να πλησιάσει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[καταδεκτικός]], [[ευπροσήγορος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευάρεστος]], [[ευχάριστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπροσίτως</i> (Α)<br />με ευπροσήγορο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>προσ</i>-[[ιτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>πρόσ</i>-<i>ιτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>πρόσ</i>-<i>ιτος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐπρόσιτος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για τόπους) αυτός που γίνεται εύκολα [[προσιτός]], αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να πλησιάσει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[καταδεκτικός]], [[ευπροσήγορος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευάρεστος]], [[ευχάριστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐπροσίτως</i> (Α)<br />με ευπροσήγορο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>προσ</i>-[[ιτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>πρόσ</i>-<i>ιτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>πρόσ</i>-<i>ιτος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπρόσῐτος:''' -ον, ευκολοπλησίαστος, λέγεται για τόπους, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρόσῐτος Medium diacritics: εὐπρόσιτος Low diacritics: ευπρόσιτος Capitals: ΕΥΠΡΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: euprósitos Transliteration B: euprositos Transliteration C: efprositos Beta Code: eu)pro/sitos

English (LSJ)

ον,

   A easy of access, of places, Str.12.3.11, Luc.VH2.44.    2 of persons, accessible, affable, agreeable, Gal.Anim.Pass.8, Alex.Aphr.in Top. 531.21, Man.5.288, Gp.2.44.2. Adv. -τως Poll.5.139.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρόσῐτος: -ον, ἐπὶ τόπου, εἰς ὃν εὐκόλως πλησιάζει τις, «εὐκολοπλησίαστος», Στράβ. 545. Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 44. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐπρόσοδος, εὐπροσήγορος, Ἐκκλ.· εὐάρεστος, εὐχάριστος ἄνθρωπος, Μανέθων 5. 288· εὐπρόσδεκτος, Θεόδ. Στουδ. σ 315Β, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
accessible.
Étymologie: εὖ, πρόσειμι².

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐπρόσιτος, -ον)
1. (για τόπους) αυτός που γίνεται εύκολα προσιτός, αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να πλησιάσει κάποιος
2. (για πρόσ.) καταδεκτικός, ευπροσήγορος
μσν.-αρχ.
ευάρεστος, ευχάριστος.
επίρρ...
εὐπροσίτως (Α)
με ευπροσήγορο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ-ιτός (πρβλ. α-πρόσ-ιτος, δυσ-πρόσ-ιτος)].

Greek Monotonic

εὐπρόσῐτος: -ον, ευκολοπλησίαστος, λέγεται για τόπους, σε Λουκ.