ἡβητικός: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡβητικός]], -ή, -όν (Α) [[ηβητής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για την ήβη, ο [[νεανικός]] («ἡβητικοί λόγοι», <b>Ξεν.</b>). | |mltxt=[[ἡβητικός]], -ή, -όν (Α) [[ηβητής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για την ήβη, ο [[νεανικός]] («ἡβητικοί λόγοι», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡβητικός:''' -ή, -όν, [[νεανικός]], Λατ. [[juvenilis]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A youthful, λόγοι X.HG5.3.20; ἡλικία Id.Lac. 4.7, Gal.17(2).791.
German (Pape)
[Seite 1149] zum Jüngling gehörig, jugendlich; λόγοι Xen. Hell. 5, 3, 20; Lac. 4, 7 ἡλικία.
Greek (Liddell-Scott)
ἡβητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς νεότητα, νεανικός, Λατ. juvenilis, λόγοι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 20˙ ἡλικία ὁ αὐτ. Λακ. 4, 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’adolescent, de jeune homme.
Étymologie: ἡβάω.
Greek Monolingual
ἡβητικός, -ή, -όν (Α) ηβητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ήβη ή είναι κατάλληλος για την ήβη, ο νεανικός («ἡβητικοί λόγοι», Ξεν.).