ἠπειρογενής: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠπειρογενής]], -ές (Α)<br />ο [[κάτοικος]] μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε [[αντίθεση]] με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπειρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γη</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>)]. | |mltxt=[[ἠπειρογενής]], -ές (Α)<br />ο [[κάτοικος]] μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε [[αντίθεση]] με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπειρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γη</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἠπειρογενής:''' -ές ([[γίγνομαι]]), αυτός που γεννήθηκε ή ζει στην [[ξηρά]], που διαβιεί στην ήπειρο, ο [[ηπειρώτης]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (γενέσθαι)
A born or living in the mainland, ἔθνος, of the Lydians and Ionians, A.Pers.42.
German (Pape)
[Seite 1173] ές, auf dem Festlande geboren; so heißen die Perser Aesch. Pers. 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπειρογενής: -ές, (γενέσθαι) γεγεννημένος ἢ ζῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῆς ἠπείρου, ἠπειρώτης, περὶ τῶν Περσῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 42, ἴδε Blomf. Gloss. καὶ πρβλ. ἤπειρος ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né sur la terre ferme.
Étymologie: ἤπειρος, γίγνομαι.
Greek Monolingual
ἠπειρογενής, -ές (Α)
ο κάτοικος μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε αντίθεση με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + -γενής < γένος (πρβλ. γη-γενής, ομο-γενής)].
Greek Monotonic
ἠπειρογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε ή ζει στην ξηρά, που διαβιεί στην ήπειρο, ο ηπειρώτης, σε Αισχύλ.