Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζῳογλύφος: Difference between revisions

From LSJ
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ζωογλύφος]])<br />[[γλύπτης]] ζώων, [[καλλιτέχνης]] γλυπτών παραστάσεων ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>γλύφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εικονο</i>-<i>γλύφος</i>, <i>τοκο</i>-<i>γλύφος</i>].
|mltxt=ο (Α [[ζωογλύφος]])<br />[[γλύπτης]] ζώων, [[καλλιτέχνης]] γλυπτών παραστάσεων ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>γλύφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλύφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εικονο</i>-<i>γλύφος</i>, <i>τοκο</i>-<i>γλύφος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζῳογλύφος:''' [ῠ], ὁ ([[γλύφω]]), [[γλύπτης]] που απεικονίζει με τη [[σμίλη]] του θέματα παρμένα από τη [[φύση]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῳογλύφος Medium diacritics: ζῳογλύφος Low diacritics: ζωογλύφος Capitals: ΖΩΟΓΛΥΦΟΣ
Transliteration A: zōioglýphos Transliteration B: zōoglyphos Transliteration C: zooglyfos Beta Code: zw|oglu/fos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ,

   A sculptor, AP12.56 (Mel.), 57 (Id.); cf. ζωγλύφος.

German (Pape)

[Seite 1143] ὁ, Bildschnitzer, Bildhauer, Mel. 11. 12 (XII, 56. 57).

Greek (Liddell-Scott)

ζῳογλύφος: ὁ, γλύπτης ζῴων, Ἀνθ. Π. 12. 56, 57.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sculpteur, statuaire.
Étymologie: ζωός, γλύφω.

Greek Monolingual

ο (Α ζωογλύφος)
γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονο-γλύφος, τοκο-γλύφος].

Greek Monotonic

ζῳογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύφω), γλύπτης που απεικονίζει με τη σμίλη του θέματα παρμένα από τη φύση, σε Ανθ.