θριδάκινος: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
(17)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θριδάκινος]], -ίνη, -ον (Α) [[θρίδαξ]]<br />αυτός που μοιάζει με [[μαρούλι]] ή προέρχεται από [[μαρούλι]].
|mltxt=[[θριδάκινος]], -ίνη, -ον (Α) [[θρίδαξ]]<br />αυτός που μοιάζει με [[μαρούλι]] ή προέρχεται από [[μαρούλι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρῐδάκῐνος:''' -η, -ον, ο φτιαγμένος από [[μαρούλι]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1219] salatartig, φύλλα Luc. V. H. 1, 13.

Greek (Liddell-Scott)

θρῐδάκῐνος: -η, -ον, ἐκ θριδάκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13· ἴδε θριδακίνη ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
semblable à de la laitue, de laitue.
Étymologie: θρῖδαξ.

Greek Monolingual

θριδάκινος, -ίνη, -ον (Α) θρίδαξ
αυτός που μοιάζει με μαρούλι ή προέρχεται από μαρούλι.

Greek Monotonic

θρῐδάκῐνος: -η, -ον, ο φτιαγμένος από μαρούλι, σε Λουκ.