θρηνῳδία: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[θρηνῳδία]]) [[θρηνωδός]]<br />πένθιμο [[άσμα]], [[μοιρολόγι]], [[θρηνολογία]].
|mltxt=η (Α [[θρηνῳδία]]) [[θρηνωδός]]<br />πένθιμο [[άσμα]], [[μοιρολόγι]], [[θρηνολογία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρηνῳδία:''' ἡ, [[θρήνος]], [[οδυρμός]], [[μοιρολόι]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρηνῳδία Medium diacritics: θρηνῳδία Low diacritics: θρηνωδία Capitals: ΘΡΗΝΩΔΙΑ
Transliteration A: thrēnōidía Transliteration B: thrēnōdia Transliteration C: thrinodia Beta Code: qrhnw|di/a

English (LSJ)

ἡ,

   A lamentation, ib.604d, Plu.2.657a.

German (Pape)

[Seite 1218] ἡ, Klagelied, Plat. Rep. X, 604 d.

Greek (Liddell-Scott)

θρηνῳδία: ἡ, θρῆνος μετ’ ᾠδῆς, Πλάτ. Πολ. 604D, Πλούτ. 2. 657Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chant plaintif.
Étymologie: θρηνῳδός.

Greek Monolingual

η (Α θρηνῳδία) θρηνωδός
πένθιμο άσμα, μοιρολόγι, θρηνολογία.

Greek Monotonic

θρηνῳδία: ἡ, θρήνος, οδυρμός, μοιρολόι, σε Πλάτ.