θεότρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεότρεπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που μετατράπηκε, που πήρε απροσδόκητη [[τροπή]] από τους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>τρεπτος</i>, <i>πολύ</i>-<i>τρεπτος</i>].
|mltxt=[[θεότρεπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που μετατράπηκε, που πήρε απροσδόκητη [[τροπή]] από τους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>τρεπτος</i>, <i>πολύ</i>-<i>τρεπτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεότρεπτος:''' -ον, αυτός που στρέφεται ή οδηγείται, κατευθύνεται από τους θεούς, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεότρεπτος Medium diacritics: θεότρεπτος Low diacritics: θεότρεπτος Capitals: ΘΕΟΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: theótreptos Transliteration B: theotreptos Transliteration C: theotreptos Beta Code: qeo/treptos

English (LSJ)

ον,

   A turned by the gods, θεότρεπτα τάδ' αὖ θέρομεν these divine changes of fortune, A.Pers.905 (-πρεπτα cod. M).

German (Pape)

[Seite 1198] von Gott gewendet, Aesch. Pers. 871.

Greek (Liddell-Scott)

θεότρεπτος: -ον, τραπείς, μετατραπείς, μεταβληθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, θεότρεπτα τάδ’ αὖ φέρομεν, τὰς θείας ταύτας μεταβολὰς τῆς τύχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 905˙ τὸ Μεδ. Χειρόγρ. Θεόπρεπτα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné (càd changé) par les dieux.
Étymologie: θεός, τρέπω.

Greek Monolingual

θεότρεπτος, -ον (Α)
αυτός που μετατράπηκε, που πήρε απροσδόκητη τροπή από τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -τρεπτος (< τρέπω), πρβλ. ά-τρεπτος, πολύ-τρεπτος].

Greek Monotonic

θεότρεπτος: -ον, αυτός που στρέφεται ή οδηγείται, κατευθύνεται από τους θεούς, σε Αισχύλ.