θηραγρέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηραγρέτης]], ὁ (Α)<br />[[κυνηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγρέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[αγρώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππ</i>-[[αγρέτης]], <i>πυρ</i>-[[αγρέτης]]].
|mltxt=[[θηραγρέτης]], ὁ (Α)<br />[[κυνηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγρέτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[αγρώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππ</i>-[[αγρέτης]], <i>πυρ</i>-[[αγρέτης]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θηραγρέτης:''' -ου, ὁ ([[ἀγρέω]]), ο [[κυνηγός]], σε Ευρ., Ανθ. Π.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηραγρέτης Medium diacritics: θηραγρέτης Low diacritics: θηραγρέτης Capitals: ΘΗΡΑΓΡΕΤΗΣ
Transliteration A: thēragrétēs Transliteration B: thēragretēs Transliteration C: thiragretis Beta Code: qhragre/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A hunter, E.Ba.1020 (lyr., s.v.l.), AP6.184 (Zos.).

German (Pape)

[Seite 1208] ὁ, Wildfänger, Jäger; Eur. Bacch. 108; Zosim. 2 (VI, 184).

Greek (Liddell-Scott)

θηραγρέτης: -ου, ὁ κυνηγός, Εὐρ. Βάκχ. 1020, Ἀνθ. Π. 6. 184· ὡσαύτως, θηραγρευτής, Θεόδ. Πρόδρ. σ. 213.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur.
Étymologie: θήρ, ἀγρέω.

Greek Monolingual

θηραγρέτης, ὁ (Α)
κυνηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -αγρέτης (< αγρώ), πρβλ. ιππ-αγρέτης, πυρ-αγρέτης].

Greek Monotonic

θηραγρέτης: -ου, ὁ (ἀγρέω), ο κυνηγός, σε Ευρ., Ανθ. Π.