ἰτός: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰτός]], -ή, -όν (Α)<br />[[διαβατός]], [[βατός]], [[πορευτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. -<i>ι</i>- του ρ. [[εἶμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. ρηματ. επιθ. -<i>τος</i>].
|mltxt=[[ἰτός]], -ή, -όν (Α)<br />[[διαβατός]], [[βατός]], [[πορευτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. -<i>ι</i>- του ρ. [[εἶμι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. ρηματ. επιθ. -<i>τος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰτός:''' -ή, -όν ([[εἶμι]], [[ibo]]), προσπελάσιμος, [[διαβατός]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰτός Medium diacritics: ἰτός Low diacritics: ιτός Capitals: ΙΤΟΣ
Transliteration A: itós Transliteration B: itos Transliteration C: itos Beta Code: i)to/s

English (LSJ)

ή, όν, (εἶμι

   A ibo) passable, ὁδός AP7.480 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1274] gangbar, ἡ οὔπω πρὶν ἰτὴ ὁδός Leon. Tar. 68 (VII, 480), ἴτην f. l.

Greek (Liddell-Scott)

ἰτός: -ή, -όν, (εἶμι) ὃν δύναταί τις νὰ διαβῇ, διαβατός, Ἀνθ. Π. 7. 480.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
où l’on peut aller, accessible.
Étymologie: εἶμι.

Greek Monolingual

ἰτός, -ή, -όν (Α)
διαβατός, βατός, πορευτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. -ι- του ρ. εἶμι + κατάλ. ρηματ. επιθ. -τος].

Greek Monotonic

ἰτός: -ή, -όν (εἶμι, ibo), προσπελάσιμος, διαβατός, σε Ανθ.