ἰσοπαλής: Difference between revisions
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσοπαλής]], -ές, μτγν. θηλ. και ίσόπαλις, -άλιδος (Α)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] στην [[πάλη]], [[ίσος]] στη [[μάχη]], [[ισόπαλος]]<br />(«μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ίσος]], [[ισοδύναμος]] («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῑς κινδύνους χωροῡμεν», <b>Θουκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοπαλῶς</i> (Α)<br />με ισοπαλή τρόπο, ισοδύναμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάλη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>παλής</i>]. | |mltxt=[[ἰσοπαλής]], -ές, μτγν. θηλ. και ίσόπαλις, -άλιδος (Α)<br /><b>1.</b> [[ίσος]] στην [[πάλη]], [[ίσος]] στη [[μάχη]], [[ισόπαλος]]<br />(«μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ίσος]], [[ισοδύναμος]] («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῑς κινδύνους χωροῡμεν», <b>Θουκ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοπαλῶς</i> (Α)<br />με ισοπαλή τρόπο, ισοδύναμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάλη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>παλής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰσοπᾰλής:''' -ές ([[πάλος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ίσος]] στην [[πάλη]], [[ισόπαλος]] στη [[μάχη]].<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[ισοδύναμος]], [[ίσος]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A equal in the struggle, well-matched, μαχομένων . . καὶ γενομένων ἰσοπαλέων Hdt. 1.82, cf. 5.49; evenly balanced, μάχη Ctes.Fr.29.31. 2 generally, equivalent, equal, ἰ. πάντῃ Parm.8.44; ἰ. κίνδυνοι Th.2.39; πλήθει ἰ. τισί Id.4.94; οὔτι ὥριφος ἰ. τοι Theoc.5.30; ἰ. ἤματι νύξ AP9.384.18, cf. Orph.A.1014. Adv. -λῶς Sch.Arat.364.
German (Pape)
[Seite 1265] ές, im Kampfe gleich, gewachsen, Her. 1, 82. 5, 49; übh. gleich, κίνδυνοι Thuc. 2, 39; πλήθει ἰσ. τισι 4, 94, Plat. Tim. 62 e; ἰσ. ἤματι νύξ En. ad. (IX, 384). – Adv. ἰσοπαλῶς, Schol. Arat. 147.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοπᾰλής: -ές, ἴσος ἐν τῇ πάλῃ, ἰσόπαλος ἐν μάχῃ, μαχομένων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων Ἡρόδ. 1. 82, πρβλ. 5. 49. 2) καθόλου, ἰσοδύναμος, ἴσος, Παρμενίδ. 104, Θουκ. 2. 39· πλήθει ἰσ. τισὶ ὁ αὐτ. 4. 94· νὺξ ἰσ. ἤματι Ἀνθ. Π. 9. 384, 18, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 1017. - Ἐπίρρ. -λῶς, Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 147.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 d’égale force à la lutte;
2 p. ext. équivalent, égal, pareil.
Étymologie: ἴσος, πάλη.
Greek Monolingual
ἰσοπαλής, -ές, μτγν. θηλ. και ίσόπαλις, -άλιδος (Α)
1. ίσος στην πάλη, ίσος στη μάχη, ισόπαλος
(«μαχόμενων δέ σφεων καὶ γενομένων ἰσοπαλέων», Ηρόδ.)
2. ίσος, ισοδύναμος («ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῑς κινδύνους χωροῡμεν», Θουκ.).
επίρρ...
ἰσοπαλῶς (Α)
με ισοπαλή τρόπο, ισοδύναμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -παλής (< πάλη), πρβλ. δυσ-παλής].
Greek Monotonic
ἰσοπᾰλής: -ές (πάλος)·
1. ίσος στην πάλη, ισόπαλος στη μάχη.
2. γενικά, ισοδύναμος, ίσος, σε Θουκ.