κατασκήνωσις: Difference between revisions
Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt
(T22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=κατασκηνώσεως, ἡ ([[κατασκηνόω]], [[which]] [[see]]), [[properly]], the pitching of tents, encamping; [[place]] of [[tarrying]], [[encampment]], [[abode]]: of the haunts of birds, מִשְׁכָּן, [[Polybius]] 11,26, 5; Diodorus 17,95). | |txtha=κατασκηνώσεως, ἡ ([[κατασκηνόω]], [[which]] [[see]]), [[properly]], the pitching of tents, encamping; [[place]] of [[tarrying]], [[encampment]], [[abode]]: of the haunts of birds, מִשְׁכָּן, [[Polybius]] 11,26, 5; Diodorus 17,95). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατασκήνωσις:''' -εως, ἡ, [[στρατοπέδευση]]· λέγεται για πουλιά, [[τόπος]] ανάπαυσης και διαμονής, [[φωλιά]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A encamping, taking up one's quarters, LXX 1 Ch. 28.2, al.; καλεῖν τινα πρὸς κατασκήνωσιν Plb.11.26.5; διδόναι εἰς κ. to give them as quarters, OGI229.57 (Smyrna, iii B.C.); ἐν κ. in camp, Onos.11.6: pl. -σκηνώσεις βασιλέων Gp.11.2.9. 2 of birds, restingplace, nest, Ev.Matt.8.20 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1379] ἡ, das Lagern, das Lager, das Zelt, Pol. 1, 26, 5 u. Sp. Auch das Nest der Vögel, Hatth. 8, 20.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκήνωσις: -εως, ἡ, τὸ νὰ τοποθετήσῃ τις τὴν σκηνὴν του, καὶ αὐτὴ ἡ σκηνή, στρατοπέδευσις, κατάλυσις, καλεῖν τινα ἐπὶ κατασκήνωσιν Πολύβ. 11. 26, 5· διδόναι εἰς κατασκήνωσιν, ὡς καταλύματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137Β. 57· ἐν πορείᾳ καὶ ἐν κατασκηνώσει Ὀνησ. Στρατηγ. 11. 2. 2) ἐπὶ πτηνῶν, τόπος ἀναπαύσεως καὶ διαμονῆς, φωλεά, αἱ ἀλώπεκες ἔχουσι φωλεοὺς καὶ τὰ πετεινὰ κατασκηνώσεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. η´, 20.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de planter sa tente :
1 tente, demeure;
2 nid.
Étymologie: κατασκηνόω.
English (Strong)
from κατασκηνόω; an encamping, i.e. (figuratively) a perch: nest.
English (Thayer)
κατασκηνώσεως, ἡ (κατασκηνόω, which see), properly, the pitching of tents, encamping; place of tarrying, encampment, abode: of the haunts of birds, מִשְׁכָּן, Polybius 11,26, 5; Diodorus 17,95).
Greek Monotonic
κατασκήνωσις: -εως, ἡ, στρατοπέδευση· λέγεται για πουλιά, τόπος ανάπαυσης και διαμονής, φωλιά, σε Καινή Διαθήκη