κελευστής: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κελευστής]] και δ. γρφ. [[κελευτής]]) [[κελεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπαξιωματικός]] του πολεμικού ναυτικού, που αντιστοιχεί με τον λοχία του στρατού ξηράς και τον σμηνία της πολεμικής αεροπορίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει τις οδηγίες, τις διαταγές στους κωπηλάτες, αυτός που δίνει τον ρυθμό της κωπηλασίας στους κωπηλάτες<br /><b>2.</b> [[κήρυκας]], [[τελάλης]]. | |mltxt=ο (Α [[κελευστής]] και δ. γρφ. [[κελευτής]]) [[κελεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπαξιωματικός]] του πολεμικού ναυτικού, που αντιστοιχεί με τον λοχία του στρατού ξηράς και τον σμηνία της πολεμικής αεροπορίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει τις οδηγίες, τις διαταγές στους κωπηλάτες, αυτός που δίνει τον ρυθμό της κωπηλασίας στους κωπηλάτες<br /><b>2.</b> [[κήρυκας]], [[τελάλης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κελευστής:''' -οῦ, ὁ ([[κελεύω]]), [[κελευστής]] στο [[πλοίο]], ο [[οποίος]] έδινε τον ρυθμό στους κωπηλάτες, σε Ευρ., Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A boatswain, who gives the time to the rowers, E.Hel.1576, Ar.Ach.554, Th.2.84, X.HG5.1.8, Pl.Alc.1.125c, Phld. Rh.1.361 S., D.S.20.50, Arr.Fr.151 J.
German (Pape)
[Seite 1415] ὁ, der Befehler, Gebieter; auf dem Schiffe derjenige, welcher den Ruderern den Takt angiebt, nach dem sie rudern müssen, οἱ κελευσταὶ καθ' ἑκάστην ναῦν τὸ ἐνδόσιμον τοῖς ἐρέταις ἐνέδοσαν Suid.; Thuc. 2, 84; λίθων ψόφῳ τῶν κελευστῶν ἀντὶ φωνῆς χρωμένων Xen. Hell. 5, 1, 8; Eur. Hel. 16, 2; Ar. Ach. 553; Plat. Alc. I, 125 c; Sp., wie Plut. Them. 19. Bei D. Sic. 20, 50 Herold.
Greek (Liddell-Scott)
κελευστής: -οῦ, ὁ, ὁ κελεύων, προστάσσων, παρορμῶν, ἰδίως, ὁ ὁδηγῶν τοὺς κωπηλάτας, ὁ δίδων τὸν ῥυθμὸν τῆς κωπηλασίας εἰς αὐτούς, Εὐρ. Ἑλ. 1576, Ἀριστοφ. Ἀχ. 554, Θουκ. 2. 84, κτλ.· πρβλ Blomf. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 403 (397)· ὁ Πολυδ. Α', 96 συνάπτει, κελευστὴς καὶ τριηραύλης. ΙΙ. κήρυξ, Διόδ. 20. 50· πρβλ. Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1273.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chef des rameurs, celui qui marque la mesure pour le mouvement des rames.
Étymologie: κελεύω.
Greek Monolingual
ο (Α κελευστής και δ. γρφ. κελευτής) κελεύω
νεοελλ.
υπαξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, που αντιστοιχεί με τον λοχία του στρατού ξηράς και τον σμηνία της πολεμικής αεροπορίας
αρχ.
1. αυτός που δίνει τις οδηγίες, τις διαταγές στους κωπηλάτες, αυτός που δίνει τον ρυθμό της κωπηλασίας στους κωπηλάτες
2. κήρυκας, τελάλης.
Greek Monotonic
κελευστής: -οῦ, ὁ (κελεύω), κελευστής στο πλοίο, ο οποίος έδινε τον ρυθμό στους κωπηλάτες, σε Ευρ., Θουκ.