κραταιίς: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder

Source
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραταιίς]], -[[ίδος]] (Α)<br /><b>1.</b> (για τον λίθο του Σισύφου) η υπερβολική [[δύναμη]] του λίθου, που προέρχεται από το μεγάλο [[βάρος]] του («ὅτε μέλλοι [[ἄκρον]] ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε [[κραταιίς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως κύριο όν. προπαροξύτονο) <i>ἡ Κράταιις</i><br />η [[μητέρα]] της Σκύλλας, η Κραταιή («βωστρεῑν δὲ Κράταιιν, [[μητέρα]] τῆς Σκύλλης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραταιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -<i>ίς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αχαι</i>-<i>ΐς</i>)].
|mltxt=[[κραταιίς]], -[[ίδος]] (Α)<br /><b>1.</b> (για τον λίθο του Σισύφου) η υπερβολική [[δύναμη]] του λίθου, που προέρχεται από το μεγάλο [[βάρος]] του («ὅτε μέλλοι [[ἄκρον]] ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε [[κραταιίς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως κύριο όν. προπαροξύτονο) <i>ἡ Κράταιις</i><br />η [[μητέρα]] της Σκύλλας, η Κραταιή («βωστρεῑν δὲ Κράταιιν, [[μητέρα]] τῆς Σκύλλης», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραταιός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -<i>ίς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Αχαι</i>-<i>ΐς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰταιίς:''' ἡ ([[κράτος]]), ισχυρή [[δύναμη]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταιίς Medium diacritics: κραταιίς Low diacritics: κραταιίς Capitals: ΚΡΑΤΑΙΙΣ
Transliteration A: krataiís Transliteration B: krataiis Transliteration C: krataiis Beta Code: krataii/s

English (LSJ)

ἡ, (κρατύς) of the stone of Sisyphus, ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε κραταιίς when it was just about to surmount the top, then did

   A mighty weight turn it back, dub. in Od.11.597 (taken as Adv., violently, by Aristarch.; as κράται' ἴς (where κράταια may be an old fem. of κρατύς like *πλάταια (cf. Skt. pṛthivī), pl. Πλαταιαί, fem. of πλατύς) by Ptol.Asc. ap. Hdn.Gr.2.153).    II (proparox.) as pr.n., the Mighty one, name of the mother of Scylla, Od.12.124.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰταιίς: ἡ, (κράτος) μόνον ἐν Ὀδ. Λ. 597, ἐπὶ τοῦ λίθου τοῦ Σισύφου, ― ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ’ ἀποστρέψασκε κραταιὶς αὖτις, ὅτε ἔμελλε νὰ ὑπερβῇ τὴν κορυφήν, τότε ἰσχυρὸν βάρος ἢ ἀκαταμάχητος δύναμις ἔστρεφε τὸν λίθον ὀπίσω· ― λίαν ἀμφίβολος λέξις. Ὁ Ἀρίσταρχ. ἐθεώρει αὐτὴν ὡς ἐπίρρ. = κραταιῶς (ἐκλαμβάνων τὸ ἀποστρέψασκε ὡς ἀμετάβ.), ὁρμητικῶς ἐκυλίετο ὀπίσω· ἕτεροι θεωροῦσιν αὐτὸ ὡς κύρ. ὄνομα, ἴδε σημασ. ΙΙ. ΙΙ. Κρᾰταιίς, ὡς κύρ. ὄνομα, ἡ Ἰσχυρά, ὄνομα τῆς μητρὸς τῆς Σκύλλης, Ὀδ. Μ. 124.

English (Autenrieth)

overpowering force, ‘weight’ we should say, i. e. the force of gravitation, in the stone of Sisyphus, Od. 11.597.—Personified, Κραταιίς, Crataeis, the mother of Scylla, Od. 12.124.

Greek Monolingual

κραταιίς, -ίδος (Α)
1. (για τον λίθο του Σισύφου) η υπερβολική δύναμη του λίθου, που προέρχεται από το μεγάλο βάρος του («ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ' ἀποστρέψασκε κραταιίς», Ομ. Οδ.)
2. (ως κύριο όν. προπαροξύτονο) ἡ Κράταιις
η μητέρα της Σκύλλας, η Κραταιή («βωστρεῑν δὲ Κράταιιν, μητέρα τῆς Σκύλλης», Ομ. Οδ.)
3. (ως επίρρ.) βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + κατάλ. θηλ. -ίς (πρβλ. Αχαι-ΐς)].

Greek Monotonic

κρᾰταιίς: ἡ (κράτος), ισχυρή δύναμη, σε Ομήρ. Οδ.