κλημάτινος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ίνη (AM [[κλημάτινος]], -ίνη, -ον) [[κλήμα]]<br />[[κληματένιος]] («κλημάτινον πῦρ», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κληματίνη</i><br />η [[τέφρα]] από κλάδους αμπέλου.
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και -ίνη (AM [[κλημάτινος]], -ίνη, -ον) [[κλήμα]]<br />[[κληματένιος]] («κλημάτινον πῦρ», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η κληματίνη</i><br />η [[τέφρα]] από κλάδους αμπέλου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλημάτῐνος:''' -η, -ον, ο [[σχετικός]] με τα κλαδιά αμπελιών, σε Θέογν.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλημᾰτῐνος Medium diacritics: κλημάτινος Low diacritics: κλημάτινος Capitals: ΚΛΗΜΑΤΙΝΟΣ
Transliteration A: klēmátinos Transliteration B: klēmatinos Transliteration C: klimatinos Beta Code: klhma/tinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of vine-twigs, πῦρ Thgn.1360; κονία Dsc.Alex.22; τέφρα Id.5.117, Ther.19, Antyll. ap. Orib.10.12.2.

German (Pape)

[Seite 1450] von Weinreben gemacht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλημάτῐνος: -η, -ον, ἐκ κλήματος, πῦρ Θέογν. 1360· κονία Διοσκ. Ἀλεξ. 22.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de sarment.
Étymologie: κλῆμα.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και -ίνη (AM κλημάτινος, -ίνη, -ον) κλήμα
κληματένιος («κλημάτινον πῦρ», Θέογν.)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η κληματίνη
η τέφρα από κλάδους αμπέλου.

Greek Monotonic

κλημάτῐνος: -η, -ον, ο σχετικός με τα κλαδιά αμπελιών, σε Θέογν.