κοπεύς: Difference between revisions
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοπεύς]], -έως, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κοπέας]]. | |mltxt=[[κοπεύς]], -έως, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κοπέας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κοπεύς:''' -έως, ὁ ([[κόπτω]]), [[σμίλη]], [[σκαρπέλο]], [[καλέμι]], [[κοπίδι]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ,
A one who brays or pounds, employed in oil-factories, PRev.Laws 45.5 (iii B. C.), cf. Agatharch.26; carpenter, PFlor.175.14 (iii A. D.): generally, one who cuts, τινος A.D.Synt.301.28. II chisel, D.S.1.35, Luc.Somn.13.
German (Pape)
[Seite 1482] ὁ, der Meißel; neben γλυφεῖα u. κολαπτῆρες, Luc. somn. 13; D. Sic. 1, 35.
Greek (Liddell-Scott)
κοπεύς: -έως, ὁ, «κοπίδι», ἐργαλεῖον ἑρμογλυφικόν, Διόδ. 1. 35, Λουκ. Ἐνύπν. 13.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
ciseau de sculpteur.
Étymologie: κόπτω.
Greek Monolingual
κοπεύς, -έως, ὁ (Α)
βλ. κοπέας.
Greek Monotonic
κοπεύς: -έως, ὁ (κόπτω), σμίλη, σκαρπέλο, καλέμι, κοπίδι, σε Λουκ.