λιμνώδης: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[λιμνώδης]], -ῶδες) [[λίμνη]]<br />(για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] λίμνες, [[ελώδης]], [[τεναγώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιάζει με [[λίμνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιμνῶδες</i><br />ελώδες [[έδαφος]] («τὸ λιμνῶδες τοῡ Στρυμόνος», <b>Θουκ.</b>).
|mltxt=-ες (Α [[λιμνώδης]], -ῶδες) [[λίμνη]]<br />(για [[τόπο]]) [[γεμάτος]] λίμνες, [[ελώδης]], [[τεναγώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μοιάζει με [[λίμνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λιμνῶδες</i><br />ελώδες [[έδαφος]] («τὸ λιμνῶδες τοῡ Στρυμόνος», <b>Θουκ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λιμνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[λίμνη]] ή [[έλος]], [[ελώδης]]· <i>τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος</i>, ελώδες [[έδαφος]] στο [[στόμιο]] του ποταμού Στρυμόνα, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιμνώδης Medium diacritics: λιμνώδης Low diacritics: λιμνώδης Capitals: ΛΙΜΝΩΔΗΣ
Transliteration A: limnṓdēs Transliteration B: limnōdēs Transliteration C: limnodis Beta Code: limnw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A marshy, ὕδωρ Hp.Aër.10, cf. Arist.Mete.353b24; ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ῥεῖν Id.Pr.932a28.    2 of marshy ground, τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος Th.5.7.

German (Pape)

[Seite 48] sumpfartig, sumpfig, τόποι, Pol. 3, 28, 8 u. Sp.; – τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος verbindet Thuc. 5, 7.

Greek (Liddell-Scott)

λιμνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λίμνην ἢ ἕλος, ἑλώδης, ὕδωρ Ἱππ. π. Ἀέρ. 287, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 6, 2. 2) ἐπὶ ἐδάφους, τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος, ἑλῶδες ἔδαφος κατὰ τὸ στόμιον τοῦ Στρυμόνος, Θουκ. 5. 7.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a l’aspect ou la nature d’un marais ; τὸ λιμνῶδες THC aspect marécageux d’une terre.
Étymologie: λίμνη, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (Α λιμνώδης, -ῶδες) λίμνη
(για τόπο) γεμάτος λίμνες, ελώδης, τεναγώδης
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με λίμνη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λιμνῶδες
ελώδες έδαφος («τὸ λιμνῶδες τοῡ Στρυμόνος», Θουκ.).

Greek Monotonic

λιμνώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με λίμνη ή έλος, ελώδης· τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος, ελώδες έδαφος στο στόμιο του ποταμού Στρυμόνα, σε Θουκ.