λιπάω: Difference between revisions
γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → bane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιπάω]] (Α) [[λίπα]]<br /><b>1.</b> [[λάμπω]], [[στίλβω]], [[γυαλίζω]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[παχύς]], [[μαλακός]], [[ζουμερός]]<br /><b>3.</b> [[λιπαίνω]] («κεδρίδας ἐνθρύπτων λιπόοις εὐηρέα γυῑα», <b>Νίκ.</b>). | |mltxt=[[λιπάω]] (Α) [[λίπα]]<br /><b>1.</b> [[λάμπω]], [[στίλβω]], [[γυαλίζω]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[παχύς]], [[μαλακός]], [[ζουμερός]]<br /><b>3.</b> [[λιπαίνω]] («κεδρίδας ἐνθρύπτων λιπόοις εὐηρέα γυῑα», <b>Νίκ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λῐπάω:''' ([[λίπας]], [[λίπος]]), είμαι [[παχύς]] και [[μαλακός]], Επικ. μτχ. [[λιπόων]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
(λίπας, λίπος)
A to be sleek, radiant, Ep. pres. λιπόω, v.l. for ῥυπόω, Od.19.72; part. λιπόων Call.Fr.141, AP6.324 (Leon.), Nic. Al.487, Q.S.10.274: regul. forms, ind. 3pl. pres. λιπῶσιν Ph.1.542, part. λιπῶν Phryn.Com.38, Call.Fr.121, Plu.2.206f. II trans., anoint, γυῖα Nic.Th.81.
German (Pape)
[Seite 51] fett sein; von Menschen, λιπῶντες, im Ggstz der ἰσχνοί, Plut. reg. apophth. Caes. E.; auch = mit Fett bereitet, gesalbt, λιπόωντα πέμματα, Leon. Al. 19 (VI, 324); λιπόων κεκρύφαλος, Antip. Sid. 82 (VII, 413); χεῖρας λιπώσας, glänzende, Callim. fr. 121; ὄραμνοι, saftig, Nic. Al. 487.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπάω: (λίπας, λίπος) εἶμαι παχὺς καὶ μαλακός, ἀπαντᾷ δὲ μόνον ἐν τῷ Ἐπικ. ἐνεστ. λιπόω, διάφ. γρ. ἐν Ὀδ. Τ. 72 ἀντὶ τοῦ ῥυπόω· μετοχ. λιπόοντα, Καλλ. Ἀποσπ. 141, Ἀνθ. Π. 6. 324· καὶ ὁμαλ. μετοχ. λιπῶν, Φρύν. Κωμικ. ἐν «Ποαστρίαις» 1, Καλλ. Ἀποσπ. 121, Πλούτ. 2. 206F.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. part. prés.
être gras.
Étymologie: λίπα.
Greek Monolingual
λιπάω (Α) λίπα
1. λάμπω, στίλβω, γυαλίζω
2. είμαι παχύς, μαλακός, ζουμερός
3. λιπαίνω («κεδρίδας ἐνθρύπτων λιπόοις εὐηρέα γυῑα», Νίκ.).
Greek Monotonic
λῐπάω: (λίπας, λίπος), είμαι παχύς και μαλακός, Επικ. μτχ. λιπόων, σε Ανθ.