λίχνος: Difference between revisions
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[λίχνος]], -η, -ον, θηλ. και -ος)<br />αυτός που του αρέσουν πολύ τα εκλεκτά φαγητά, [[λαίμαργος]], [[λειχούδης]] (α. «οἱ λίχνοι τοῡ αἰεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται ἁρπάζοντες», <b>Πλάτ.</b><br />β. «λίχνῳ ὄντι αὐτῷ τὴν ψυχήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[περίεργος]], [[άπληστος]] (α. «ἡ γὰρ ποθοῡσα [[πάντα]] [[καρδία]] κλύειν κἀν τοῑς κακοῑσι [[λίχνος]] οὖσ' ἁλίσκεται», <b>Ευρ.</b><br />β. «[[λίχνος]] [[εἰμὶ]] καὶ τὸ πεύθεσθαι», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ασελγής]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα ή φαγητά) α) [[εκλεκτός]], [[ορεκτικός]]<br />β) [[δαπανηρός]], [[πολυτελής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λίχνως</i> (AM)<br />με [[λαιμαργία]], με [[αδηφαγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιχ</i>- (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>λειχ</i>- του ρήματος [[λείχω]] «[[γλείφω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λάγ</i>-<i>νος</i>, <i>λύχ</i>-<i>νος</i>)]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[λίχνος]], -η, -ον, θηλ. και -ος)<br />αυτός που του αρέσουν πολύ τα εκλεκτά φαγητά, [[λαίμαργος]], [[λειχούδης]] (α. «οἱ λίχνοι τοῡ αἰεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται ἁρπάζοντες», <b>Πλάτ.</b><br />β. «λίχνῳ ὄντι αὐτῷ τὴν ψυχήν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[περίεργος]], [[άπληστος]] (α. «ἡ γὰρ ποθοῡσα [[πάντα]] [[καρδία]] κλύειν κἀν τοῑς κακοῑσι [[λίχνος]] οὖσ' ἁλίσκεται», <b>Ευρ.</b><br />β. «[[λίχνος]] [[εἰμὶ]] καὶ τὸ πεύθεσθαι», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ασελγής]]<br /><b>3.</b> (για πράγματα ή φαγητά) α) [[εκλεκτός]], [[ορεκτικός]]<br />β) [[δαπανηρός]], [[πολυτελής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λίχνως</i> (AM)<br />με [[λαιμαργία]], με [[αδηφαγία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λιχ</i>- (μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>λειχ</i>- του ρήματος [[λείχω]] «[[γλείφω]]») <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>νος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λάγ</i>-<i>νος</i>, <i>λύχ</i>-<i>νος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λίχνος:''' -η, -ον, επίσης <i>-ος</i>, <i>-ον</i> ([[λείχω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[λιχούδης]], [[λαίμαργος]], σε Ξεν., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[περίεργος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον E.Hipp.913,
A gluttonous, X.Mem.1.2.2, Pl.R.354b, Plb.3.57.7, Gal.6.716; τὰ περὶ τὴν τροφὴν λίχνοι Clitarch. 1 J.: c. gen., τῶν ἐν διαίτῃ ποικιλμάτων Epicur.Sent.Vat.69: metaph., λ. τὴν ψυχήν Pl.R.579b: Comp. -ότερος Sophr.62: Sup. -ότατος Arist.HA594a6. 2 metaph., curious, inquisitive, E. l. c.; ὄμματα λ. Call.Fr.107, AP12.106 (Mel.); lewd, Crates Theb.4: c. gen., curious after, τοῦ κεκρυμμένου E.Fr.1063.8; c. inf., λ. εἰμὶ καὶ τὸ πεύθεσθαι Call.Fr.98d. II of things, luxurious, appetizing, ὄψα, ἐδέσματα, Gal.Anim.Pass.6.
German (Pape)
[Seite 55] auch 2 Endgn (von λείχω, eigtl. leckend), naschend, naschhaft; Plat. Rep. I, 354 b; τὴν ψυχήν, IX, 579 b; Xen. Mem. 1, 2, 2; Sp., auch subst., Leckermaul, Pol. 3, 57, 7. – Auch übertr. auf andere Sinne, ὄμμα, lüstern, Mel. 39 (XII, 106); vgl. Callim. frg. 107; Ael. bei Suid.; τοῦ κεκρυμμένου, Men. bei Stob. 74, 27. – Adv., λίχνως, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λίχνος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, (√ΛΙΧ, λείχω) «λιχούδης», «λείξουρος», λαίμαργος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 2, Πλάτ. Πολ. 354Β· λ. τὰ περὶ τὴν τροφὴν Κλείταρχ. παρ’ Ἀθην. 148Ε· - μεταφ., λ. τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 579Β· - λίχνος, ὁ, λαίμαργος ἄνθρωπος, Πολύβ. 3. 57, 7· - συγκρ. -ότερος, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 89Α· ὑπερθ. -ότατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 4, 1, 2) μεταφ., περίεργος, Εὐρ. Ἱππ. 913· λ. ὄμμα Καλλ. Ἀποσπ. 107, Ἀνθ. Π. 12, 106· μετὰ γεν., περίεργος εἴς τι, τοῦ κεκρυμμένου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πολυδάπανος, ὀρεκτικός, βρώματα Κλήμ. Ἀλ. 170 ζωὴ ὁ αὐτ. 169.
French (Bailly abrégé)
η, poét. ος, ον :
I. gourmand, friand (propr. lécheur);
II. fig. 1 avide, qui convoite;
2 curieux.
Étymologie: R. Λιχ, lécher ; v. λείχω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λίχνος, -η, -ον, θηλ. και -ος)
αυτός που του αρέσουν πολύ τα εκλεκτά φαγητά, λαίμαργος, λειχούδης (α. «οἱ λίχνοι τοῡ αἰεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται ἁρπάζοντες», Πλάτ.
β. «λίχνῳ ὄντι αὐτῷ τὴν ψυχήν», Πλάτ.)
αρχ.
1. μτφ. περίεργος, άπληστος (α. «ἡ γὰρ ποθοῡσα πάντα καρδία κλύειν κἀν τοῑς κακοῑσι λίχνος οὖσ' ἁλίσκεται», Ευρ.
β. «λίχνος εἰμὶ καὶ τὸ πεύθεσθαι», Καλλ.)
2. μτφ. ασελγής
3. (για πράγματα ή φαγητά) α) εκλεκτός, ορεκτικός
β) δαπανηρός, πολυτελής.
επίρρ...
λίχνως (AM)
με λαιμαργία, με αδηφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιχ- (μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας λειχ- του ρήματος λείχω «γλείφω») + επίθημα -νος (πρβλ. λάγ-νος, λύχ-νος)].
Greek Monotonic
λίχνος: -η, -ον, επίσης -ος, -ον (λείχω)·
1. λιχούδης, λαίμαργος, σε Ξεν., Πλάτ.
2. μεταφ., περίεργος, σε Ευρ.