λίνεος: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(23)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λίνεος]], -έα, -ον, θηλ. και -έη (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λινούς]].
|mltxt=[[λίνεος]], -έα, -ον, θηλ. και -έη (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λινούς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λίνεος:''' [ῐ], -α, -ον, συνηρ. [[λινοῦς]], -ῆ, -οῦν· (λινόν)· φτιαγμένος από λινό, [[λινός]], Λατ. [[lineus]], σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίνεος Medium diacritics: λίνεος Low diacritics: λίνεος Capitals: ΛΙΝΕΟΣ
Transliteration A: líneos Transliteration B: lineos Transliteration C: lineos Beta Code: li/neos

English (LSJ)

α, ον, contr. λιν-οῦς, ῆ, οῦν, (λίνον)

   A of flax, linen, κιθών, θώρηξ, Hdt.1.195, 3.47, etc.; ἱμάτιον Pl.Cra. 389b; σφαῖρα Arist.HA616a6; στολή BGU1036.14 (ii A. D.); νεφέλαι (i. e. nets) Call.Aet.3.1.37; ὅπλα λ. cables of flax, Hdt.7.36: also λινᾶ, τά, A.Fr.206, Ar.Fr.19: Subst. λινέη, ἡ, tape-measure used in building, IG7.3073.128 (Lebadea), cf. Bito63.7, 9 (v.l. λιναία); cf. λιναῖος.

German (Pape)

[Seite 49] zsgzgn λινοῦς, ῆ, οῦν, aus Flachs gemacht, leinen; κιθών, Her. 1, 195; εἵματα, 4, 74, ὅπλα, 7, 36, θώρηξ, 3, 47; ἱμάτιον, Plat. Crat. 389 b; θώραξ, Xen. Cyr. 6, 4, 2; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

λίνεος: [ῐ], -α, -ον, συνῃρ. λινοῦς, ῆ, οῦν˙ (λίνον)˙ - ἐκ λίνου, ἐκ λιναρίου, Λατ. lineus, κιθών, θώρηξ Ἡρόδ. 1. 195., 3. 47, κτλ.˙ ἱμάτιον Πλάτ. Κρατ. 389Β, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 5˙ ὅπλα λ., καλῴδια ἐκ λίνου, Ἡρόδ. 7. 36˙ ὡσαύτως, λινᾶ, τά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 189, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 84˙ - λιναῖος, α, ον, εἶναι ἡμαρτημ. γραφὴ παρ’ Ἱππ., κτλ., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 147, Παραλ. 357.

French (Bailly abrégé)

έα, εον;
de lin, fait de lin.
Étymologie: λίνον.

Spanish

de lino

Greek Monolingual

λίνεος, -έα, -ον, θηλ. και -έη (Α)
βλ. λινούς.

Greek Monotonic

λίνεος: [ῐ], -α, -ον, συνηρ. λινοῦς, -ῆ, -οῦν· (λινόν)· φτιαγμένος από λινό, λινός, Λατ. lineus, σε Ηρόδ., Πλάτ., κ.λπ.