λυσσάω: Difference between revisions

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ, <i>att.</i> [[λυττάω]]-ῶ :<br /><b>1</b> être enragé;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être dans un transport violent (de colère, de passion, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[λύσσα]].
|btext=-ῶ, <i>att.</i> [[λυττάω]]-ῶ :<br /><b>1</b> être enragé;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être dans un transport violent (de colère, de passion, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[λύσσα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λυσσάω:''' Αττ. [[λυττάω]] ([[λύσσα]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι [[γεμάτος]] [[μανία]] ή [[ορμή]] στη [[μάχη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[λυσσώδης]], [[μανιώδης]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για σκύλους, σε Αριστοφ.· λέγεται για λύκους, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσάω Medium diacritics: λυσσάω Low diacritics: λυσσάω Capitals: ΛΥΣΣΑΩ
Transliteration A: lyssáō Transliteration B: lyssaō Transliteration C: lyssao Beta Code: lussa/w

English (LSJ)

Att. λυττάω, Ep. part.

   A λυσσώων Man.1.244, AP5.265 (Paul. Sil.):—to be raging in battle, Hdt.9.71; cf. λύσσα init.    2 rave, be mad, S.OT1258, Ant.492, Pl.R.329c, Epicur.Sent.Vat.11, Man., APll.cc., etc.; λ. πρὸς μεῖξιν Ps.-Phoc.214; ἔρωτες λυττῶντες Pl.R.586c: c. inf., desire madly to do, Hld.2.20.    II of dogs, suffer from rabies, Ar.Lys. 298, Arist.HA604a6; of wolves, Theoc.4.11; of horses, Arist.HA 604b13.    III causal, make mad, κἂν λελυσσήκῃ τινά (sc. τὰ δήγματα) Damocr. ap. Gal.13.821. (Hsch. has λύσσεται· μαίνεται.)

Greek (Liddell-Scott)

λυσσάω: Ἀττ. λυττάω, εἶμαι πλήρης μανίας ἢ ὁρμῆς ἐν τῇ μάχῃ, Ἡρόδ. 9. 71· πρβλ. λύσσα ἐν ἀρχῇ. 2) εἶμαι λυσσώδης, μανιώδης, Σοφ. Ο. Τ. 1258, Ἀντ. 492, Πλάτ. Πολ. 329C, κτλ.· λ. πρὸς μῖξιν Ψευδο-Φωκυλ. 202· ἔρωτες λυττῶντες Πλάτ. Πολ. 586C· ― μετ’ ἀπαρ., μανιωδῶς ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, Ἡλιόδ. 2. 20. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 298, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 1· ἐπὶ λύκων, Θεόκρ. 4. 11 (ἐν ἀμφιβόλῳ τινὶ χωρίῳ)· ἐπὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ, att. λυττάω-ῶ :
1 être enragé;
2 fig. être dans un transport violent (de colère, de passion, etc.).
Étymologie: λύσσα.

Greek Monotonic

λυσσάω: Αττ. λυττάω (λύσσα
I. 1. είμαι γεμάτος μανία ή ορμή στη μάχη, σε Ηρόδ.
2. είμαι λυσσώδης, μανιώδης, σε Σοφ., Πλάτ.
II. λέγεται για σκύλους, σε Αριστοφ.· λέγεται για λύκους, σε Θεόκρ.