μαχήμων: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαχήμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φιλοπόλεμος]], [[μαχητικός]], [[πολεμικός]] («oὐ γὰρ τοι [[κραδίη]] [[μενεδήϊος]] οὐδὲ [[μαχήμων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδικά για το [[έδαφος]] της Κολχίδας) [[εκεί]] όπου γίνονταν πολλοί πόλεμοι ή πολλές μάχες («εὐπτολέμοις σταχύεσσι μαχήμονα βῶλον ἀνοίγει», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαχ</i>- του [[μάχομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ήμων]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζηλ</i>-[[ήμων]], <i>θελ</i>-[[ήμων]])].
|mltxt=[[μαχήμων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φιλοπόλεμος]], [[μαχητικός]], [[πολεμικός]] («oὐ γὰρ τοι [[κραδίη]] [[μενεδήϊος]] οὐδὲ [[μαχήμων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ειδικά για το [[έδαφος]] της Κολχίδας) [[εκεί]] όπου γίνονταν πολλοί πόλεμοι ή πολλές μάχες («εὐπτολέμοις σταχύεσσι μαχήμονα βῶλον ἀνοίγει», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μαχ</i>- του [[μάχομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ήμων]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζηλ</i>-[[ήμων]], <i>θελ</i>-[[ήμων]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾰχήμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, [[πολεμοχαρής]], σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχήμων Medium diacritics: μαχήμων Low diacritics: μαχήμων Capitals: ΜΑΧΗΜΩΝ
Transliteration A: machḗmōn Transliteration B: machēmōn Transliteration C: machimon Beta Code: maxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A warlike, Il.12.247; βῶλος, of the soil of Colchis, AP4.3b.22 (Agath.).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰχήμων: -ον, γεν. ονος, φιλοπόλεμος, πολεμικός, Ἰλ. Μ. 247, Ἀνθ. Π. 4. 3, 68.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
belliqueux.
Étymologie: μάχομαι.

English (Autenrieth)

warlike, Il. 12.247†.

Greek Monolingual

μαχήμων, -ον (Α)
1. φιλοπόλεμος, μαχητικός, πολεμικός («oὐ γὰρ τοι κραδίη μενεδήϊος οὐδὲ μαχήμων», Ομ. Ιλ.)
2. (ειδικά για το έδαφος της Κολχίδας) εκεί όπου γίνονταν πολλοί πόλεμοι ή πολλές μάχες («εὐπτολέμοις σταχύεσσι μαχήμονα βῶλον ἀνοίγει», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαχ- του μάχομαι + επίθημα -ήμων (πρβλ. ζηλ-ήμων, θελ-ήμων)].

Greek Monotonic

μᾰχήμων: -ον, γεν. -ονος, πολεμοχαρής, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.