μετοικιστής: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετοικιστής]], ὁ (Α) [[μετοικίζω]]<br />αυτός που οδηγεί κατοίκους σε έναν [[τόπο]] με σκοπό να ιδρύσουν [[πόλη]].
|mltxt=[[μετοικιστής]], ὁ (Α) [[μετοικίζω]]<br />αυτός που οδηγεί κατοίκους σε έναν [[τόπο]] με σκοπό να ιδρύσουν [[πόλη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετοικιστής:''' -οῦ, ὁ ([[μετοικίζω]]), [[μετανάστης]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοικιστής Medium diacritics: μετοικιστής Low diacritics: μετοικιστής Capitals: ΜΕΤΟΙΚΙΣΤΗΣ
Transliteration A: metoikistḗs Transliteration B: metoikistēs Transliteration C: metoikistis Beta Code: metoikisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A emigrant, Id.Comp.Thes.Rom.4.

German (Pape)

[Seite 161] ὁ, der in andere Wohnsitze Führende, Uebersiedelnde, eine Stadt durch Ansiedler Bevölkernde, Plut. Compar. Thes. 5.

Greek (Liddell-Scott)

μετοικιστής: -οῦ, ὁ, ὁ μετοικιζόμενος, μετανάστης, Πλουτ. Θησ. καὶ Ρωμ. Σύγκ. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui peuple une cité d’étrangers.
Étymologie: μετοικίζω.

Greek Monolingual

μετοικιστής, ὁ (Α) μετοικίζω
αυτός που οδηγεί κατοίκους σε έναν τόπο με σκοπό να ιδρύσουν πόλη.

Greek Monotonic

μετοικιστής: -οῦ, ὁ (μετοικίζω), μετανάστης, σε Πλούτ.